Τη Δευτέρα 9 Αυγούστου, στις 21.00, στο προαύλιο του ιερού ναού Μεταμορφώσεως Ζαγοράς, πραγματοποιείται η παρουσίαση σε μορφή αναλογίου της νουβέλας του Θωμά Κοροβίνη «Ολίγη μπέσα, ωρέ μπράτιμε – Η τελευταία ώρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου», ένα έργο που εκδόθηκε το 2019 από τις εκδόσεις ΑΓΡΑ.
Ο Θωμάς Κοροβίνης διαβάζει χαρακτηριστικά αποσπάσματα. Συμμετέχει με το κλαρίνο του ο Τριαντάφυλλος Καουνάς. Προλογίζουν η φιλόλογος – κριτικός λογοτεχνίας Εύη Κουτρουμπάκη και η συγγραφέας – δημοσιογράφος Έλενα Χουζούρη.
Πληροφορίες για το πεζογράφημα: Μετά από συστηματική μελέτη της βιβλιογραφίας σχετικά με την προσωπικότητα και την εποχή της δράσης και του κατατρεγμού του Οδυσσέα Ανδρούτσου, ενός από τους κορυφαίους στρατηγούς της Παλιγγενεσίας, ο συγγραφέας, εμπνευσμένος από την πιο συγκλονιστική εποχή του βίου του, τον παρουσιάζει σε μια φανταστική δημόσια εξομολόγηση, την τελευταία ώρα της ζωής του, στη φυλακή της Ακρόπολης. Οξυδερκής, με καλλιεργημένη σκέψη και υψηλή στρατηγική και διπλωματική διάνοια, γνώστης τεσσάρων γλωσσών, ο εμβληματικός για τον Αγώνα οπλαρχηγός μιλά σε απλή γλώσσα, ανάμεικτη με πολλά λόγια και λαϊκά στοιχεία και δάνεια από την τουρκική, την αλβανική και την ιταλική.
Αναλύοντας ο ίδιος τα θετικά και τα αρνητικά του χαρακτήρα του, τις πτυχές της ιδιοσυγκρασιακής του μοναδικότητας, τις αφορμές και τις επιδιώξεις των ανταγωνιστών και των διωκτών του, με λόγο μουσκεμένο απ’ τη στυφή γεύση της προδοσίας, ο Ανδρούτσος επιζητεί την αυτοδικαίωσή του απαντώντας στα βασικά ερωτήματα που αιωρούνται ακόμη, δύο αιώνες αργότερα, παρά την ιστορική αποκατάσταση της προσωπικότητας και του έργου του.
Ίσως η πιο πολυσύνθετη, εκρηκτική και απρόβλεπτη ως προς τις αντιδράσεις της από τις κορυφαίες προσωπικότητες των τελευταίων προεπαναστατικών και των πρώτων χρόνων της Εθνεγερσίας να είναι αυτή του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Ο βίος του, περιπετειώδης και ταραχώδης, τον έφερνε κάθε τόσο στο χείλος του γκρεμού. Η ανοιχτή σύγκρουσή του με τα συμφέροντα των κοτζαμπάσηδων και τις επιδιώξεις των πολιτικών υπήρξε για τον ίδιο μοιραία. Απ’ όλους τους «αρχηγούς» του ’21 που δικάστηκαν, καταδικάστηκαν και φυλακίστηκαν αυτός μόνο υπήρξε θύμα βασανιστικής δολοφονίας έπειτα από μια σειρά εξαπατήσεων, δολοπλοκιών, καταδιώξεων και αποτυχημένων σχεδίων για την εξόντωσή του που τον εξανάγκασαν να καταφύγει εντέλει στο στρατόπεδο του μισητού του εχθρού. Η μπαμπεσιά, η προδοσία και η πιθανότατη εντολή για εκτέλεσή του από το πρωτοπαλίκαρό του, τον Γιάννη Γκούρα, ευνοούμενο των κυβερνητικών, σημάδεψαν ως πράξεις απεχθέστατες και τους δύο και απέκτησαν διαστάσεις θρύλου.
Ο συγγραφέας ερεύνησε και μελέτησε εξαντλητικά τις πηγές και παραθέτει τον σχετικό βιβλιογραφικό κατάλογο στο τέλος του βιβλίου. Οι επιστολές του αναδεικνύουν έναν άνθρωπο πολυμήχανο, οξυδερκή, ριψοκίνδυνο, επαναστατημένο, ασυμβίβαστο, με στρατιωτικές ικανότητες, διπλωματική ευρηματικότητα και ιδιαίτερα ανεπτυγμένη διάνοια. Η χρήση των ελληνικών του δείχνει σχετική επάρκεια μα και σπουδή να εκφραστεί σε μια γλώσσα κάπως επίσημη με ύφος αρκετά λόγιο, αλλά με πρόσμειξη πολλών λαϊκών και ιδιωματικών στοιχείων. Μελετώντας την επιστολογραφία του και αντλώντας πληροφορίες σχετικά με το μορφωτικό του επίπεδο και τη γλωσσομάθειά του από τους πολλούς ερευνητές και ιστορικούς που έχουν ασχοληθεί με τη ζωή και τη δράση του, ο λογοτέχνης «έπλασε» μια γλώσσα μικτή, ανάμεσα στη γραπτή και την προφορική, με αρκετά δάνεια από τις τρεις «ξένες» γλώσσες που χειριζόταν, την τουρκική, την αλβανική και την ιταλική. Το ύφος του είναι εξομολογητικό, καταγγελτικό και αποκαλυπτικό τόσο για την εποχή, τα γεγονότα, τις διαμάχες, τους χαρακτήρες εχθρών και φίλων, την αμφίθυμη στάση των περισσότερων επαναστατών ανάμεσα σε μια αδιαμόρφωτη ακόμη εθνική συνείδηση και την ιδιοτέλεια, όσο και για τη διαδρομή, την ιδεολογία, την ιδιοσυγκρασία, τον χαρακτήρα, τα πάθη, τις αρετές και τα ελαττώματα του ίδιου. Ο Θωμάς Κοροβίνης προσπάθησε να του δώσει πνοή, να μιλάει ολοζώντανα και σταράτα, σαν να βρίσκεται μπροστά μας, σα να απευθύνεται στους οικείους και τους διώκτες του, τους συγκαιρινούς του και τους σημερινούς, την πιο κρίσιμη ώρα του βίου του, τη στερνή, καθώς αντικρίζει τους φύλακές του στο φρούριο της Ακρόπολης να τον πλησιάζουν για να τον εξοντώσουν.