«…Χτίζαμε σπίτια όπου κι αν μας καλούσαν. Σπίτια αρχοντικά, σπίτια απλών ανθρώπων, μέχρι και εκκλησίες, αρκεί να εξασφαλίζαμε όσο καλά γινόταν μία δίκαιη αμοιβή και την αποπληρωμή της. Στη συμφωνία πάντα έμπαινε η εξασφάλιση τροφής και στέγης. Αγαπούσαμε τη δουλειά μας κι ας ήτανε σκληρή. Δουλεύαμε καλά την πέτρα, γιατί την ξέραμε. Γνωρίζαμε τα χούγια της, τη φύση της, πώς την πιάνεις, πώς την χτυπάς και που ν’ ανοίγει, πώς τη λαξεύεις, πώς την τοποθετείς και πώς την χαντρώνεις.
Και σαν τελειώναμε κι εγκρίναμε πρώτα εμείς οι ίδιοι μόνοι μας και μέσα μας τους κόπους μας και τ’ αποτελέσματά τους, τότε ήταν που νιώθαμε περήφανοι σαν να ’τανε δικό μας σπίτι…», σημειώνει σε απόσπασμα από το μυθιστόρημα: «Η αναζήτηση» και το κεφάλαιο «Η αφήγηση του αρχιμάστορα» ο συγγραφέας Νίκος Θέμελης.
Κουδαραίοι ονομάζονταν οι τεχνίτες – πετράδες που προέρχονταν από τα λεγόμενα Μαστοροχώρια της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας. Ήταν μάστορες της πέτρας, άριστοι γνώστες της τέχνης του κτίστη. Πελεκούσαν την πέτρα και την έκτιζαν.
Ήταν οργανωμένοι σε συντεχνιακές ομάδες, τις παρέες ή τα μπουλούκια όπως λέγονταν και μετακινούνταν στις αρχές της άνοιξης σε διάφορα μέρη όπου καταγίνονταν με την κατασκευή, κτίσιμο σπιτιών, κτιρίων, σχολείων, εκκλησιών, ακόμη και γεφυριών. Δημιουργούσαν κτίρια περίτεχνα, πραγματικά κομψοτεχνήματα, με μοναδικά εργαλεία τους την γνώση, την πείρα και το μεράκι τους. Aπεκόμιζαν πλούτο και στις αρχές του χειμώνα επέστρεφαν στα χωριά τους. Η ομάδα των Κουδαραίων διέθετε οργάνωση, κατανομή ρόλων και εργασιών και διακρίνονταν για την συνέπεια και την υπευθυνότητά τους. Ο πρωτομάστορας ήταν η κουδαρομάνα, αυτός γνώριζε γράμματα και αριθμητική, ήταν άξιος διαπραγματευτής και έκλεινε τις συμφωνίες. Ακολουθούσαν οι αρχιμάστορες, ενώ οι βοηθοί που ήταν συνήθως νεαρά άτομα λέγονταν κουδαρόπουλα ή κουδαρούλια. Έκλειναν τη δουλειά κατ’ αποκοπή, δεν πληρώνονταν δηλαδή με μετρικό τρόπο «με τον πήχη». Στη συμφωνία έμπαινε και η προσφορά φαγητού και ύπνου και αυτό το έλεγαν ότι δούλευαν το έργο «σύψωμα».
Η συνθηματική γλώσσα των 500 περίπου λέξεων
Η ανάγκη να μιλούν μεταξύ τους οι Κουδαραίοι, χωρίς να γίνονται αντιληπτοί από τους άλλους (εργοδότες, ιδιοκτήτες, ανθρώπους της εξουσίας κ.λπ.), τους οδήγησε στην επινόηση ενός ιδιότυπου λεξιλογίου, συνθηματικού χαρακτήρα, το οποίο γνώριζαν μόνο αυτοί και αυστηρά δεν το κοινοποιούσαν σε τρίτους. Το λεξιλόγιο της συνθηματικής αυτής γλώσσας αποτελείται από 500 περίπου λέξεις. Ίσως η λέξη κώδικας, να είναι πιο σωστή της λέξης λεξιλόγιο, λόγω της συνθηματικής σημασίας των λέξεων αυτών. Οι λέξεις του κώδικα αυτού αφορούν κυρίως θέματα της εργασίας τους, της διαβίωσής τους, της διατροφής τους, τις σχέσεις τους με τον εργοδότη, τις δοσοληψίες τους με την εκάστοτε εξουσία και ότι έκριναν αυτοί σκόπιμο να μην το κατανοούν οι άλλοι. Τέλος ένας μεγάλος αριθμός λέξεων αναφέρεται στις γυναίκες και στη γενετήσια πράξη. Αυτή η τελευταία αναφορά των λέξεων, ερμηνεύεται εύκολα λόγω της μακροχρόνιας στέρησης της παρουσίας της γυναίκας και της συχνής συνήθειας των ανδρών να αναφέρονται μεταξύ τους στις γυναίκες και στην ερωτική πράξη με σχόλια, φαντασιώσεις, περιγραφές, πειράγματα και αστεϊσμούς.
Τα κουδαρίτικα είναι προφορική γλώσσα. Δεν γράφονταν, άλλωστε οι Κουδαραίοι δεν γνώριζαν γραφή και ανάγνωση στην πλειονότητά τους. Τα τελευταία χρόνια έγινε η συγκέντρωση και η καταγραφή των λέξεων του κώδικα.
Τέσσερις γενιές κουδαρίτικα
Στον γραφικό Λαύκο, στο Νότιο Πήλιο συναντήσαμε τον 67χρονο Δημήτρη Φλέρη. Μιλάει πολύ καλά την κουδαρίτικη διάλεκτο. Όμως δεν έχει καταγωγή από τα γνωστά χωριά της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας από όπου κατάγονταν οι Κουδαραίοι. Δούλευε για πολλά χρόνια σαν κτίστης – πετράς. Σήμερα είναι συνταξιούχος. Το χιούμορ, τα αστεία και το γέλιο είναι στα χείλη του.
«Το όνομά μας σημαίνει λουλούδι, πραγματικό λουλούδι», λέει αυτοσαρκαζόμενος.
Δημήτρης – Γιώργος – Χρήστος – Δημήτρης τα ονόματα. Προπάππος -παππούς – πατέρας μου κι εγώ. Ο προπάππος μου ο Δημήτρης ο Φλέρης ήταν γέννημα θρέμμα καλλιτέχνης, λιθοξόος.
Έφυγε από την Αλεξάνδρεια, εγκαταστάθηκε για λίγο στον Βόλο με ορισμένες γνωριμίες που είχε από άλλα μαστόρια μεγαλύτερα και μετά μεταπήδησε για καλύτερο μεροκάματο και περισσότερη εργασία στη Θεσσαλονίκη. Εκεί άνοιξε εργαστήριο καλό, της προκοπής την εποχή εκείνη. Είχε προσωπικό πολύ, συνεργείο από μαστόρους Ζουπανιώτες *(1) οι οποίοι γνώριζαν την πέτρα να την δουλεύουν. Απ’ αυτούς τους Ζουπανιώτες, ο προπάππος μου έμαθε τα κουδαρίτικα, γιατί τους είχε στην δούλεψή του και άκουγε και μάθαινε, αφού όλη μέρα ήταν μαζί τους. Έτσι ’φτάσαν μέχρι σε μένα. Προπάππους, παππούς, πατέρας, τα ’μαθα κι εγώ. Αυτοί οι Ζουπανιώτες «ξεχόντριζαν» τα μάρμαρα, τα «ξεπέτσιωναν» και ύστερα έρχονταν στα χέρια του προπάππου μου και έκανε ορισμένα σχήματα απάνω, τα σκάλιζε, διακοσμητικά να πούμε. Ύστερα τα ίσιαζαν, τα τετραγώνιζαν, τα σινιάριζαν, τα γυάλιζαν, φτιάχναν φορούσια για μπαλκόνια, ακρογωνιαίους λίθους, πελεκητά κομμάτια, στηθαία, σκαλιά και άλλα.
Αυτά ήταν παραγγελίες, δεν είχε εμπόριο. Εκεί δούλευαν μόνο μάρμαρο, όχι άλλη πέτρα. Αυτό το μάρμαρο το είχαν ορισμένα νταμάρια που το βγάζαν, κι ένα νταμάρι τέτοιο ήταν εδώ στο Σαρακίνικο, στο Τισαίο το βουνό, που πάμε για Τρίκκερι. Με τα καΐκια τα μετέφεραν αυτά τα ογκώδη κομμάτια στην προβλήτα της Θεσσαλονίκης κι από εκεί στο εργαστήριο. Έτσι είχε νταλαβέρι με την περιοχή εδώ, με το Πήλιο. Στη Θεσσαλονίκη παντρεύτηκε την προγιαγιά μου, που ήταν απ’ την Πόλη. Τον γιο του τον Γιώργο τον έβαλε στην δουλειά του. Μαρμαράς, λιθοξόος κι αυτός. Επειδή είχαν πέρα δώθε με το Πήλιο, του άρεσε ο τόπος εδώ και εγκαταστάθηκε στο Λαύκο και έκανε την ίδια δουλειά. Παντρεύτηκε την γιαγιά μου που ήταν απ’ τον Πλατανιά. Δούλευε και αυτός το μάρμαρο και την πέτρα. Όλα τα μαρμάρινα κράσπεδα που είχαν παλιά τα πεζοδρόμια στο Βόλο ήταν δουλεμένα απ’ τα χέρια του. Τα κουδαρίτικα τα μιλούσε κι αυτός πολύ καλά. Πάμε τώρα στον πατέρα μου. Χρίστος αυτός.
Ο πατέρας μου γεννήθηκε το 1909. Έγινε πετράς, κτίστης. Είχε συνεργείο γιατί κανένας κτίστης δεν μπορεί να φέρει αποτέλεσμα αν δεν έχει βοηθό, συνεταίρο ή συνάδελφο. Εγώ ακολούθησα τον πατέρα μου στη δουλειά αυτή και μαζί με την τέχνη έμαθα και τα κουδαρίτικα. Ακούγαμε και μαθαίναμε. Τα παλιά τα χρόνια με τους Κουδαρίτες ήταν αλλιώς τα πράγματα. Ήταν αυτοάμυνα η γλώσσα αυτή, τα κουδαρίτικα. Λέγανε να πούμε: «Είναι καλό το αφεντικό; Πληρώνει; Μαγειρεύει; Φτιάχνει φαγητό;». Αυτά τα λέγαν με δικές τους λέξεις, μόνο αυτοί να καταλαβαίνουν. Κάναν πονηρά σχόλια για τις γυναίκες και δεν θέλανε να τους καταλαβαίνουν. Τη γλώσσα αυτή τη μιλούσαν μόνο οι μάστορες που ήταν στα μπουλούκια των Κουδαραίων. Ήταν σαν μυστική γλώσσα, συνθηματική. Οι γυναίκες δεν ξέρανε Κουδαρίτικα. Ήταν μόνο ανάμεσα στους Κουδαρίτες.
Η πέτρα είναι σαν τη γυναίκα…
Ο μάστορας όταν πιάνει μια πέτρα στα χέρια του, θέλει τέτοιο πλάσιμο και χάϊδεμα όπως μια γυναίκα. Έχει επτά όψεις μια πέτρα. Την αλφαδιά της, το ξεπέτσιαμα, το ξεχόντριασμα, τη γωνιά της, το τετραγώνισμα. Δεν είναι ξόμπλια είναι πέτρα κανονική να την βάλεις απάνω και να πατήσεις. Απ’ το θεμέλιο λίθο ξεκινάει και το πας, απάνω τρία πατώματα, με πέτρες όλο, σταυρωτά.
Όταν εκδικείται η πέτρα, είναι όταν πελεκάνε τα μαστόρια και καμιά φορά τυχαίνει ένα πελεκούδι, ένα τσιμπλαλάκι, να πάει στο μάτι. Η γυναίκα κάποια στιγμή άμα ξέρει το πιο ευαίσθητο σημείο, θα το ρίξει το δηλητήριο, δεν υπάρχει περίπτωση. Το δηλητήριο η γυναίκα το ρίχνει με τη γλώσσα της. Ενώ το δηλητήριο της πέτρας είναι το τσιμπλαλάκι στα μάτια. Στο μάτι, πουθενά αλλού. Το υπόλοιπο σώμα αγνοείται. Εδώ στα καλάμια, στα πόδια είναι ξεπέτσιαμα, όλο σημάδια, αλλά, δεν δίνουμε σημασία».
Γλωσσολογικά και ιστορικά στοιχεία
Η λέξη Κούδαρης (πληθ. Κουδαραίοι) προέρχεται από το Λατινικό ρήμα cudo που σημαίνει κτυπώ, τυκίζω, σφυροκοπώ. Άρα Κούδαρης ή και κούδας είναι ο κτίστης που σφυρηλατεί τις πέτρες και εν συνεχεία τις κτίζει. Από την ίδια ρίζα είναι και το κιούσης ή γκιούσης, έχει την ίδια ακριβώς σημασία και έτσι αποκαλούνταν ο περιφερόμενος Ηπειρώτης κτίστης – πετράς στη Θεσσαλία και στη Στερεά Ελλάδα. Συνώνυμο του Κούδαρης είναι και ο τσιοκανάρης, που προέρχεται από τη λέξη τσιοκάνι που λέγεται και τσόκι και σημαίνει σφυρί. Άρα τσιοκανάρης είναι αυτός που χρησιμοποιεί το σφυρί. Το τσιοκάνι προέρχεται από το αρχαιοελληνικό τύκη (η τύκος) που σημαίνει το εργαλείο με το οποίο πελεκάει ο κτίστης ή ο λιθοξόος την πέτρα και το αρχαίο ρήμα είναι τυκίζω (πελεκάω δηλαδή λίθους).Το ουσιαστικό είναι τύκισμα (κατεργασία λίθων).
Ο Κώστας Λιάπης στο βιβλίο του «Το γλωσσικό ιδίωμα του Πηλίου», τα κουδαρίτικα τα αναφέρει ως κουδαρέικα και το αντίστοιχο λήμμα το επεξηγεί ως «η συνθηματική επαγγελματική γλώσσα των χτιστάδων, που ακούγεται ακόμη και στο Πήλιο, ιδιαίτερα από τους παλιότερους αυτού του σιναφιού». Προσθέτει μάλιστα αρκετές κουδαρίτικες λέξεις και φράσεις.
Η συντριπτική πλειοψηφία των λέξεων του κουδαρίτικου κώδικα προέρχεται από την αρχαιοελληνική γλώσσα. Ακολουθεί η Λατινική, ενώ έχει εμπλουτισθεί και με πολλές νεοελληνικές λέξεις. Οι σλαβικές, τουρκικές και αλβανικές λέξεις είναι ελάχιστες και κυρίως σαν δεύτερες ονομασίες υπαρχόντων λέξεων. Αυτή η κατανομή στη γλωσσική προέλευση των λέξεων του κώδικα, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτό είχε διαμορφωθεί πολύ πριν τον 6-7ο αιώνα μ.Χ., χρόνο καθόδου των Σλάβων στον Βαλκανικό νότο. Επίσης ο μεγάλος αριθμός λέξεων αρχαιοελληνικής προέλευσης μαρτυρεί ότι η τέχνη αυτή ασκούνταν από την αρχαιότητα στην περιοχή και βέβαια στους χρόνους της ρωμαϊκής κατάκτησης, η Λατινική γλώσσα εμπλούτισε το λεξιλόγιο και με δικές της λέξεις.
Η τέχνη και το επάγγελμα του κτίστη – πετρά αναπτύσσεται στο χώρο της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας, σαν συμπληρωματικό απασχόλησης, καθόσον το πενιχρό αγροκτηνοτροφικό εισόδημα της περιοχής δεν αρκούσε για την επιβίωση .Επίσης προς την κατεύθυνση αυτή βοηθάει και η άφθονη παρουσία πρώτης ύλης (πέτρες-βράχοι).
Πρέπει επίσης να διαχωρίσουμε τα κουδαρίτικα, που ήταν συνθηματική γλώσσα επικοινωνίας μεταξύ των μαστόρων, από το τεχνικό γλωσσάρι των μαστόρων, την ορολογία δηλαδή των υλικών, τεχνικών στοιχείων, εργαλείων κ.λπ. που χρησιμοποιούν οι τεχνίτες – μάστορες. Αυτό το δεύτερο, το γλωσσάρι δηλαδή των τεχνικών όρων περιέχει πληθώρα τουρκικών λέξεων. Προφανώς και για κάποιους λόγους οι τουρκικές λέξεις αντικατέστησαν όρους παλιότερους της ελληνικής και της λατινικής. Τα κουδαρίτικα όμως ακριβώς λόγω του συνθηματικού χαρακτήρα τους κράτησαν ακέραιο το λεξιλόγιό τους.
Επαγγελματικά επώνυμα που έχουμε από την δραστηριότητα των Κουδαραίων είναι Κούδαρης, Κούδας, Κουδαρόπουλος, Κουδουμάς, Κουδαντζής*(2), Κιούσης, Γκιούσης, Τσ(ι)οκάνης, Τσ(ι)οκανάς, Τσ(ι)οκανάρας, Τσ(ι)οκανίδης. Επίσης τσιοκάνι ή τσιουκάνι είναι είδος κουδουνιού, που κρεμάνε στο λαιμό των ζώων. Επίσης έχουμε και το ρήμα τσιουκανάω η τσουκανίζω που σημαίνει κτυπώ, δέρνω αλλά και ευνουχίζω, για τα ζώα, γιατί δένουν τα γεννητικά όργανα του ζώου με σχοινί και τα κτυπούν με το σφυρί. Τσιόκος επίσης το ανδρικό μόριο συνεκδοχικά με την σκληρότητα του τσιόκου (σφυριού).
Επίσης στην Αλβανική συναντάμε την λέξη gur gdhentes (προφέρεται γκούρ κδέντες, gur είναι η πέτρα) που σημαίνει αυτός που σκαλίζει και κτίζει την πέτρα.
*(1) Οι προερχόμενοι από το Ζουπάνι, σημερινή ονομασία Πεντάλοφος, του Νομού Κοζάνης, οι οποίοι γνώριζαν άριστα την τέχνη της πέτρας και ασκούσαν το επάγγελμα του τεχνίτη – κτίστη.
* (2) Στον Άγιο Βλάση Πηλίου συναντιέται το επώνυμο αυτό σε οικογένεια, πρόγονος της οποίας ασκούσε το επάγγελμα του κτίστη. Η συγκεκριμένη οικογένεια είναι πρόσφυγες από την Μικρά Ασία. Αντιλαμβανόμαστε εύκολα πως οι μετακινήσεις και η εξάπλωση του πληθυσμού επέφεραν και διασπορά και εμπλουτισμό της γλώσσας.
Βλάσης Μαργ. Βολιώτης