Χιλιάδες είναι οι καταπατημένες εκτάσεις του Δημοσίου στη Μαγνησία, σύμφωνα με στοιχεία του πολεοδομικού περιοδικού «Αειχώρος» του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, που συνελέγησαν μετά από έρευνα. Υπολογίζεται ότι στη Μαγνησία οι καταπατηθείσες εκτάσεις του Δημοσίου από ιδιώτες ανέρχονται σε 16.757 στρέμματα…
Πρόσφατη έρευνα του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου υποδεικνύει ότι στα αρχεία των κτηματικών υπηρεσιών βρίσκονται τουλάχιστον 28.000 «κατεχόμενα» ακίνητα πανελλαδικά κι αυτά για μία μόνο κατηγορία της δημόσιας περιουσίας.
Η έρευνα βασίζεται σε στοιχεία της τέως Κτηματικής Εταιρείας του Δημοσίου – ΚΕΔ (νυν Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου – ΕΤΑΔ) και αφορά τη λεγόμενη «ιδιωτική περιουσία» του Δημοσίου, που είναι καταγεγραμμένη από το υπουργείο Οικονομικών (προήλθε εκ διαδοχής με το οθωμανικό κράτος). Περιλαμβάνει εθνικές γαίες, αδέσποτα και εγκαταλελειμμένα ακίνητα, σχολάζουσες κληρονομιές και ακίνητα, που προήλθαν από δωρεές προς το Δημόσιο και αναγκαστικές απαλλοτριώσεις.
Σύμφωνα με την ερευνητική εργασία, που δημοσιεύθηκε στο πολεοδομικό περιοδικό «Αειχώρος» του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, οι «κατεχόμενες» δημόσιες εκτάσεις αυτής της κατηγορίας ξεπερνούν σε έκταση το μισό εκατομμύριο στρέμματα και σε αριθμό ακινήτων τις 28.000. Η πλειονότητα των καταπατημένων ακινήτων ήταν καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Κάποια με το πέρας των δεκαετιών μετατράπηκαν σε αστικά ακίνητα, κάποια εγκαταλείφθηκαν και διασώθηκαν, ενώ κάποια εξακολουθούν να καλλιεργούνται.
Τα καταπατημένα ακίνητα δεν είναι όλα εντοπίσιμα. Από τα 28.276 ακίνητα που αναφέρονται στην έρευνα, μόλις τα 17.607 περιέχουν αρκετά στοιχεία, ώστε να μπορούν να εντοπιστούν. Ακόμα 10.669 ακίνητα έχουν καταγραφεί στα βιβλία των κτηματικών υπηρεσιών χωρίς σαφή στοιχεία.
Σημαντικός είναι και ο αριθμός των κατεχόμενων δημοσίων ακινήτων στην Αργολίδα, στη Μαγνησία, στη Λάρισα και στη Θεσσαλονίκη. Στην κατηγορία όσων ακινήτων δεν συνοδεύονται από χάρτες, τα περισσότερα βρίσκονται στα Δωδεκάνησα (30.189 στρέμματα), στην Κοζάνη (16.660 στρέμματα) και στις Σέρρες (14.538 στρέμματα). Αξίζει να σημειωθεί ότι τα ακίνητα με έκταση μεγαλύτερη των 2.000 στρεμμάτων αντιπροσωπεύουν το 46% του συνόλου των κατεχόμενων δημοσίων κτημάτων, ενώ τα καταπατημένα ακίνητα άνω των 5.000 στρεμμάτων το 21%.
Όπως έχει φανεί τα τελευταία χρόνια με πλείστες όσες περιπτώσεις, το Κτηματολόγιο φέρνει αργά ή γρήγορα στο φως τη δυσάρεστη πραγματικότητα για ένα σημαντικό κομμάτι της δημόσιας περιουσίας. Η προσπάθεια διεκδίκησης της περιουσίας αυτής είναι σε πολλές περιπτώσεις χαμένος κόπος.
Το Κτηματολόγιο νομοτελειακά οδηγεί στο «κλείσιμο» των υποθέσεων αυτών, καθώς Δημόσιο και ιδιώτες υποχρεώνονται αργά ή γρήγορα να ξεκαθαρίσουν τη θέση τους. Κάποια ακίνητα που δεν μπορούν να εντοπιστούν, πρέπει απλώς να διαγραφούν από τους καταλόγους του Δημοσίου. Παράλληλα, το Δημόσιο πρέπει να αξιολογήσει τα δημόσια ακίνητα, ανάλογα με την αξία τους και να διαμορφώσει μια στρατηγική για την αξιοποίησή τους.