Τα Γενικά Αρχεία του Κράτους είναι μια υπηρεσία που διακρίνεται για την εξωστρέφειά της, είναι ανοικτή και ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένη για τα θέματα της τοπικής κοινωνίας και στις αρχειακές συλλογές οι πληροφορίες για τη γυναικεία παρουσία και δραστηριότητα τόσο ως άτομα όσο και ως συλλογικότητες, είναι πολλές και προσφέρουν πλούσιο τεκμηριωτικό υλικό για την έρευνα και μελέτη του διαχρονικού τους ρόλου στην τοπική κοινωνία. Η κ. Αννίτα Πρασσά προϊσταμένη των Αρχείων ανέσυρε ενδεικτικές ιστορίες γυναικών που με διαφορετικό τρόπο η καθεμιά τους δίνουν το στίγμα του ρόλου που διαδραμάτισαν. Η κ. Πρασσά μετέφερε μία γεύση από τις πολλές ιστορίες γυναικών που κρύβει ο γοητευτικός κόσμος των αρχείων και που έχουν έντονο το άρωμα γυναίκας. Οι γυναίκες «της» για την επίσημη ιστορία δεν είναι πρωταγωνίστριες, αν και θα μπορούσαν να είναι στη λογοτεχνία. Με διαφορετικές αφετηρίες και νοοτροπίες και προερχόμενες από διαφορετικές κοινωνικές ομάδες, κινήθηκαν σε παράπλευρους δρόμους, ακολούθησαν παράλληλες διαδρομές και ορισμένες πέρα από τα στερεότυπα της εποχής τους, μιας εποχής που η ιστορία γραφόταν αποκλειστικά από άνδρες . Οι ίδιες μπορεί να μην άλλαξαν την ιστορία, αλλά αυτό η κ. Πρασσά αναδεικνύει είναι οι επιλογές τους σε κάποια σταυροδρόμια της ζωής τους.
Τέλος καλοκαιριού του 1922, ο Βόλος δέχεται κύματα ξεριζωμένων προσφύγων που, έχοντας χάσει πατρίδα, περιουσία και, το κυριότερο, τους δικούς τους ανθρώπους, αναζητούν αποκαμωμένοι ένα νέο τόπο εγκατάστασης.
Ανάμεσά τους οι περισσότερες γυναίκες, γιατί οι άνδρες στην πλειοψηφία τους είχαν σκοτωθεί ή αιχμαλωτιστεί. [εικ.2]. Είναι ανώνυμες γυναίκες που στήριξαν εδώ τα διασωθέντα μέλη της οικογένειας και συνέχισαν τη ζωή τους. Σε μια εποχή που η γυναίκα δεν εργάζεται, και αν συμβαίνει αυτό, το μόνο επάγγελμα είναι αυτό της δασκάλας, αυτές οι πρόσφυγες αναγκάστηκαν να βγουν από το σπίτι και να εργαστούν (με ημερομίσθια βέβαια χαμηλότερα των ανδρών) στα εργοστάσια και τις βιοτεχνίες της πόλης ή να απασχοληθούν σε οικοτεχνίες. Και παράλληλα βέβαια να βιώσουν την εχθρικότητα και τον ανταγωνισμό των ντόπιων. Και μπορεί να μην είναι οι σουφραζέτες της εποχής, ωστόσο παίρνουν τη ζωή στα χέρια τους και στηρίζουν τις οικογένειές τους.
[ Ευτυχώς, δεν έμειναν όλοι οι ντόπιοι αμέτοχοι στο δράμα των προσφύγων. Η κρατική μέριμνα και η τοπική αυτοδιοίκηση ασχολήθηκαν αναγκαστικά με τα κατεπείγοντα: στέγη και διατροφή. .
Για τα ορφανά προσφυγόπουλα ενεργοποιήθηκε η κοινωνία των πολιτών, που, προβλέποντας τους ηθικούς κινδύνους που θα διέτρεχαν χωρίς οικογενειακή σκέπη, ανέλαβε την προστασία τους
Πρόκειται για μία ομάδα 30 νεαρών αστών δεσποινίδων του Βόλου, της καλής κοινωνίας της πόλης, που «συγκινήθηκαν από τη θέα των δυστυχισμένων ορφανών που πλημμύρισαν την αποβάθρα του Βόλου», και, αντί να συχνάζουν στα απογευματινά τσάγια και να αναζητούν τον κατάλληλο σύζυγο, επέλεξαν την εθελοντική προσφορά καιλίγες μόλις μέρες μετά την άφιξη των προσφύγων, στις 11 Οκτωβρίου 1922, ίδρυσαν το «Άσυλο Παιδιού Βόλου». Πρωτεργάτης και πρόεδρος του πρώτου διοικητικού συμβουλίου [εικ.5], η Φόνη Κουτσαγγέλη, μια αντικομφορμίστρια της εποχής της, κόρη του Βολιώτη γιατρού και γερουσιαστή Απόστολου Κουτσαγγέλη. Ο δεύτερος σύζυγός της είναι ο γνωστός μαρξιστής δημοσιογράφος και δικηγόρος Γιώργος Ζωιτόπουλος ή Ζιούτος (1903-1967). Γνωρίστηκαν το 1931 και μετά από κεραυνοβόλο έρωτα, χώρισε τον τότε σύζυγό της δικηγόρο Βόλου Κωνσταντίνο Κουμουνδούρο και το 1933 παντρεύτηκε τον Ζωιτόπουλο, με τον οποίο εγκαταστάθηκαν πλέον στην Αθήνα.
Η πρωτοβουλία των δεσποινίδων του «Ασύλου» αφορμάται και αγγίζει τον ευαίσθητο γυναικείο ψυχισμό. Όπως σημειώνει η Κουτσαγγέλη, μέχρι τότε όλες τους ζούσανε μια ζωή χωρίς περιεχόμενο και το Άσυλο τους γέμισε τη ζωή.
Άλλες δεσποινίδες των πρώτων συμβουλίων ανήκαν επίσης στις γνωστές οικογένειες της περιοχής: Μερόπη Οικονομάκη, Μαρίκα Χρυσοβελώνη, Σαρίνα Μισδραχή, Ιουλία Λεβή, Τιτίκα Σαράτση, Χαρίκλεια Ζησάκη κ.ά. και αργότερα Καίτη Κασσιόπουλου, Σοφία Δονδολίνου και πολλές ακόμη.
Χάρη στην έγκαιρη ενεργοποίησή τους, μόνο τον πρώτο χρόνο περιέθαλψαν 550 ορφανά και δέχτηκαν 160 τρόφιμους. Οι δεσποινίδες αυτές είχαν την αποκλειστική φροντίδα της τροφής, ένδυσης, θέρμανσης, καθαριότητας, υγιεινής, σχολικής μόρφωσης, και επιπλέον παιδικές εξοχές για το καλοκαίρι και εργαστήρια αργαλειών προετοιμάζοντας για τη μελλοντική τους επαγγελματική αποκατάσταση.
Παραμένοντας στο μεσοπόλεμο, την εποχή του δράματος των προσφύγων, εξελίσσεται παράλληλα μία άλλη γυναικεία ιστορία, που η ζωή και οι επιλογές της ξεφεύγουν από τα στερεότυπα της εποχής. Το 1919 μία νεαρή Αθηναία, η Άννα Καμπανάρη, προερχόμενη από ένα αυστηρό, αστικό και καθωσπρέπει, οικογενειακό περιβάλλον, στο τέλος της εφηβείας της προτίμησε να εργαστεί ως βοηθός του ερημίτη γιατρού Γιώργου Καραμάνη στο σανατόριό του στα Χάνια του Πηλίου. Η άλλη επιλογή: να κλειστεί σε καθολικό μοναστήρι, όντας και η ίδια καθολική. Μετά από 3 χρόνια, το 1923, παντρεύτηκαν: ο γιατρός και μέντοράς της (όπως συμβαίνει σ’ αυτές τις περιπτώσεις) 50 ετών, η Άννα 21.
Σταδιακά όμως, η ωριμότητα άλλαξε την Άννα. Η μοναξιά του βουνού, η ολοκληρωτική αφοσίωση του γιατρού στους ασθενείς, ο μονόχνωτος χαρακτήρας του την κουράζουν.Και τι πρωτότυπο!τότε ήρθε ο έρωτας, ο αληθινός έρωτας. Το Μάρτιο του 1938, γνώρισε τον Άγγελο Σικελιανό. Έρωτας με την πρώτη ματιά, που οδηγεί σε διαζύγιο. Οι εξωσυζυγικές σχέσεις και πόσο μάλλον το διαζύγιο ήταν ταμπού ακόμη και για τα ανώτερα στρώματα της αστικής τάξης. Επίσης, όταν η μοιχεία προερχόταν από την πλευρά της γυναίκας, τότε αυτή εξοστρακιζόταν. Παρ’ όλα αυτά, η Άννα έκανε την επιλογή της και μετά από δύο χρόνια παντρεύτηκε τον αλαφροΐσκιωτο ποιητή, τον Ιούνιο του 1940.
Αυτό που είναι εκπληκτικό είναι το πώς η Άννα διαχειρίστηκε τους δύο αντίζηλους. Ενώ στην αρχή οι σχέσεις των δύο ανδρών ήταν τεταμένες και είχαν ανταλλαγεί βαριές κουβέντες, στη συνέχεια αποκαταστάθηκαν. Χάρη στον ανυστερόβουλο χαρακτήρα του Καραμάνη και την μοναδική ικανότητα της Άννας να προσεγγίζει και να διαχειρίζεται τους ανθρώπους, αναπτύχθηκε και διατηρήθηκε μία φιλία ανάμεσα στο τρίγωνο αυτό.
Η αλληλογραφία τους αποκαλυπτική. Ο Καραμάνης θα ήταν πάντα δίπλα της όποτε εκείνη τον χρειαζόταν, ενώ η Άννα, σ’ όλη της τη ζωή θα τον θεωρούσε μέντορα, θα τον θαύμαζε και θα τον συμβουλευόταν. Ο δε Σικελιανός δεν έκρυβε ποτέ το σεβασμό του και την αγάπη του.
Ως κυρία Σικελιανού, η Άννα διαβεβαίωνε τον Καραμάνη ότι η ημερομηνία του γάμου τους «ήτανε η αφετηρία κάθε καλού που γνώρισα και έζησα. […] Γονατίζω και σ’ ευχαριστώ απ’ τα βάθη της ψυχής μου, που εσύ με έπλασες και προσανατόλισες προς τα μεγάλα ιδεώδη». Ο δε Άγγελος τον Γενάρη του 1945 τον διαβεβαίωνε: «Θα είμουν ευτυχισμένος βαθειά αν μπορούσα να Σας αποδόσω τον ψυχικό φόρο ευλάβειας και Αγάπης που δεν έπαυσα και δεν θα παύσω να αισθάνομαι βαθύτατα, ολόκληρα και άδολα για το σεβαστό Σας». Επίσης, ενώ η Άννα προσφωνούσε τον Καραμάνη «πολυαγαπημένε μου και πολυάκριβέ μου Γιώργο» εκείνος «αγαπημένο μου παιδί»
Και το τελευταίο: πριν το θάνατο του Σικελιανού(19 Ιουνίου 1951) οι δύο άνδρες συναντήθηκαν, έδωσαν «τον τελευταίο ασπασμό» και αποχαιρετίσθηκαν «με ένα φίλημα χριστιανικής Αγάπης», όπως μας διασώζει σε σημείωμά του ο Καραμάνης.