Στην Πάτρα βρέθηκε πριν από λίγο καιρό ο Χρήστος Φώτου, ο οποίος έλαβε μέρος στο 6ο ετήσιο επιστημονικό συνέδριο της Ένωσης Ελλήνων Δημοσιολόγων. Ο δικηγόρος της Περιφέρειας Θεσσαλίας παρουσίασε τη μελέτη του με θέμα «Η προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος και εν γένει και ειδικότερα στο Πήλιο».
Το Πήλιο υπάγεται σε ιδιαίτερο καθεστώς προστασίας από τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, με τη Φ.31/24512/1858/3.5.1976 (Β’ 652) απόφαση του τότε Υπουργού Πολιτισμού και Επιστημών, Κωνσταντίνου Τρυπάνη, με την οποία μαζί με τους χαρακτηρισμένους παραδοσιακούς οικισμούς του, χαρακτηρίσθηκε ως τόπος ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους που χρήζει ειδικής κρατικής προστασίας.
Με δεδομένο αυτό, ο κ. Φώτου αναφέρθηκε αρχικά στο νομικό πλαίσιο σχετικά με την προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς, που ρυθμίζονται από το Σύνταγμα, τις διεθνείς συμβάσεις και τους ειδικότερους νόμους, προεδρικά διατάγματα και υπουργικές αποφάσεις.
Στη συνέχεια ο διακεκριμένος νομικός μίλησε για τον περιορισμό δόμησης συγκροτημάτων κατοικιών στο Πήλιο, ενώ έθιξε το ζήτημα της μεγάλης κατασκευαστικής «έκρηξης» στο βουνό των Κενταύρων, που ξεκίνησε ουσιαστικά στο τέλος της δεκαετίας του ‘90. Επισήμανε ότι εκείνη την περίοδο οι εργολάβοι μπορούσαν να χτίσουν μέσα στον Βόλο με μεγάλους συντελεστές δόμησης. Όταν αυτοί μειώθηκαν και εξαντλήθηκαν τα ελεύθερα οικόπεδα, τότε στράφηκαν προς το Πήλιο, υιοθετώντας τη μέθοδο της αντιπαροχής, εντός των οριοθετημένων οικισμών του Πηλίου.
«Όπως έχει κριθεί, από τις διατάξεις διαταγμάτων, που διαδοχικά έως τώρα ίσχυσαν, για την προστασία των οικισμών του Πηλίου, τα νέα κτίρια που ανεγείρονται εντός χαρακτηρισμένου παραδοσιακού οικισμού πρέπει να εντάσσονται στο οικιστικό περιβάλλον και ειδικότερα η ογκοπλαστική μορφή τους πρέπει να συνάδει με τα παραδοσιακά πρότυπα», τόνισε χαρακτηριστικά, για να συμπληρώσει: «Το Συμβούλιο Επικρατείας έκρινε, με την με αρ. 568/2018 απόφασή του ότι δεν επιτρέπεται η ανέγερση στο ίδιο οικόπεδο περισσότερων αυτοτελών κτιρίων κατοικίας με το σύστημα της διηρημένης ιδιοκτησίας (συγκρότημα κατοικιών) και ακύρωσε σχετική οικοδομική άδεια ανέγερσης «συγκροτήματος κατοικιών», ήτοι επτά ανεξάρτητων κτιρίων κατοικιών επί του ίδιου οικοπέδου, εντός παραδοσιακού οικισμού στο Πήλιο. Όπως αναφέρεται στην απόφαση αυτή, η απαγόρευση αυτή συνάδει με τις επιταγές του άρθρου 24 του Συντάγματος, παρίσταται πρόσφορη και αναγκαία για την εξυπηρέτηση του επιδιωκόμενου σκοπού και δεν περιορίζει υπέρμετρα την ιδιοκτησία και την οικονομική ελευθερία, διότι δεν καθιστά αδόμητα τα οικόπεδα εντός των οικισμών, αλλά επιτρέπει τη λελογισμένη εκμετάλλευσή τους, βάσει κανόνων και προτύπων που ίσχυαν ανέκαθεν στην προστατευόμενη περιοχή».
Ο Χρήστος Φώτου στάθηκε ιδιαίτερα στο καινούριο νομικό πλαίσιο για τη δόμηση σε παραδοσιακούς οικισμούς, έπειτα από την 568/2018 απόφαση του Ε’ Τμήματος του ΣτΕ, η οποία άλλαξε άρδην το σκηνικό: «Είναι γεγονός ότι με την απόφαση αυτή προστατεύονται οι παραδοσιακοί οικισμοί του Πηλίου από την ανέγερση συγκροτημάτων και ήδη έχει δημιουργήσει ποικίλες αντιδράσεις σε φορείς, που ασχολούνται με οικοδομική δραστηριότητα όπως το ΤΕΕ, συλλόγους κ.λπ. Όμως αποτελεί ένα μέσο που αποτρέπει τη μετατροπή του Πηλίου σε αστική περιοχή, καθώς κινδυνεύει να συνενωθεί με το Βόλο».
Ολοκληρώνοντας δε την παρουσίαση της μελέτης του στο φετινό επιστημονικό συνέδριο της Ένωσης Ελλήνων Δημοσιολόγων που έγινε στην αχαϊκή πρωτεύουσα, ο κ. Φώτου έκανε μνεία στην ανέγερση ιδιωτικού παραδοσιακού κτιρίου με δαπάνη του Δημοσίου, η οποία πραγματοποιήθηκε μετά από ακύρωση της άδειας κατεδάφισης του παραδοσιακού κτιρίου και απόφαση του ΣτE στη συνέχεια για εκ νέου ανέγερση του κτιρίου, στην πρότερη μορφή που είχε προτού κατεδαφιστεί.
«Το συγκεκριμένο ζήτημα έχει δύο όψεις», έσπευσε να πει ο νομικός σύμβουλος των Π.Ε. Μαγνησίας και Σποράδων, ενώ κατέληξε λέγοντας: «Η μία όψη έχει να κάνει με τον περιορισμό του δικαιώματος οικονομικής ελευθερίας και ανάπτυξης, με την επιβάρυνση του ιδιώτη, ο οποίος βρέθηκε μετά από αλλεπάλληλες αιτήσεις ακυρώσεως περιοίκων σε μία δικαστική δίνη 20ετίας με μεγάλο κόστος τόσο οικονομικό, όσο και κυρίως προσωπικό. Η άλλη όψη έχει να κάνει με την προστασία της πολιτιστικής και αρχιτεκτονικής κληρονομίας, καθόσον οι πολεοδομικές υπηρεσίες στην επικράτεια θα πρέπει να είναι περισσότερο ευαίσθητες στο ζήτημα της προστασίας αυτής».