Του Κυριάκου Παπαγεωργίου
H πηλιορείτικη Πρόπαν (πρώην και νυν Καλαμάκι, αλλά πάντα Πρόπαν) πρέπει απ’ την αρχή να το πούμε ότι είναι ο τόπος της ωραιότερης πετρόπλακας στην Ελλάδα. Αλλά δεν είναι μονάχα ο τόπος της πλάκας, η Πρόπαν…
Στον χώρο της ευδοκιμούν κι άλλα μικροπράματα που την κάνουν μεγάλη. Φερ’ ειπείν:
Εκεί βρίσκουμε το ψηλότερο πλατάνι στο Πήλιο, ενδεχομένως και στην Ελλάδα. Τον πιο παράξενο όρμο του Πηλίου με την πιο φουρτουνιασμένη ορχήστρα του Αιγαίου. Έναν βυθό αφανέρωτο, σφραγισμένο με κλειδαριές ασφαλείας. Εκεί τελικά συναντούμε τα πιο αντιφατικά στοιχεία της φύσης. Εκεί και την αγιοσύνη των απλών φυσικών πραγμάτων…
Εκεί τις πιο παράξενες κλίμακες του Ωραίου.
Α’
Κάθοδος σ’ ένα εξωφυσικό τοπίο
Από την εξαιρετικά εντυπωσιακή πλατεία της Πρόπαν, με το ψηλότερο πλατάνι στην Ελλάδα (όπως ισχυρίζονται οι ντόπιοι, δίχως να μπορούμε να το διαψεύσουμε) θα κατηφορίσουμε συντροφιά με ένα στενό πηλιορείτικο καλντερίμι για να χαθούμε, πρώτα στο τραχύ σκοτεινό δάσος της χαράδρας κι έπειτα στη φωτεινή αψάδα μιας λαίμαργης θάλασσας…
Πριν ξεκινήσω όμως την οδοιπορία μας για λίγο θα σταθώ στο έξω δεξιά μπαλκόνι της πλατείας απ’ όπου θα αμολήσω όλους τους αισθητήρες των ρεμβασμών για να συμπυκνωθούν σε ένα μοναδικό τριαδικό σχήμα σμίξης πράσινης θάλασσας, γεράνιου πόντου και φωτεινού γαλαξία.
Από τη δεξιά πλευρά της πλατείας κατρακυλάω σχεδόν στο πολύ κατωφερικό καλντερίμι. Ανάμεσα από αυλές, μοναχικά σπίτια και άγραυλους κήπους. Το καλντερίμι γίνεται τσιμεντόδρομος κι η εικόνα της οδικής επικοινωνίας του χωριού χάνει την αίγλη και τη δόξα της.
Ο τσιμεντόδρομος οδηγεί στο ξενοδοχείο ΠΕΤΡΑΔΙ, αλλά αμέσως μετά κάμπτει αριστερά προς τον κατήφορο. Δυστυχώς δίχως σήμανση. Είναι κι αυτό ένα από τα μειονεκτήματα της διαδρομής.
Κατηφορίζοντας προς τον κάτω μαχαλά του χωριού διασχίζω τις τελευταίες ιδιοκτησίες καταλήγοντας σε ένα αδιέξοδο. Δεν είναι αδιέξοδο, αφού το μονοπάτι στρίβει απότομα δεξιά, ενώ στο σημείο αυτό δυο εργάτες επιδιορθώνουν μια πλακοσκεπή.
Με ρωτάνε «για πού, από δω»;
Τους δείχνω τη θάλασσα. Θέλουν να με αποτρέψουν. Και γι’ αυτό μου λένε πως είναι κλειστό.
«Το μονοπάτι ή ο τόπος» τους ρωτώ.
«Και τα δυο» μου λένε. «Εξάλλου, θα κινδυνέψεις από τ’ αγριογούρουνα».
Τους ευχαριστώ για το ενδιαφέρον, αλλά όχι για τις συμβουλές τους και συνεχίζω.
Είναι αλήθεια πως μπαίνω απότομα σε έναν κόσμο μυστηρίου, χλιδάτης χλωρίδας και τραχιάς φυτοστρωμνής. Ορμάνια από καστανιές, πλατάνια και αριές. Πλούσια τα ελέη.
Το μονοπάτι είναι κρυμμένο από τους θεριούς θάμνους. Αλλού είναι χωμάτινο κι αλλού πετρωτό. Σκεπασμένο πάντα με φύλλα περσινής και προπέρσινης σοδειάς. Δίπλα από τον όχτο διακρίνω ένα φιδόντυμα με καφεπράσινους ελικτικούς ρόμβους. Το παίρνω για γούρι, μαζί μου. Είναι κοντά ενάμιση μέτρο.
Σε είκοσι λεπτά από την πλατεία περνώ μια παλιά υδατοδεξαμενή κι αμέσως μετά πέφτω στο μεγάλο κεντρικό ρέμα. Το προσπερνάω κι ανηφορίζω ελαφρά. Σε διακόσια μέτρα και ελάχιστα πριν βγω στην άσφαλτο που κατεβαίνει στον όρμο της Πρόπαν, κάνω αριστερά, ακολουθώντας ένα χωμάτινο αγροτικό δρομάκι. Σε 250 μέτρα ξαναβγαίνω στη χαράδρα που τώρα έχει βαθύνει αρκετά κι ανηφορίζω για λίγα μέτρα. Ύστερα γλυκαίνει η όλη ατμόσφαιρα, έχω ξεχάσει τον τραχύ δρυμό και το σκοτάδι του τραβερσάροντας την πλαγιά με ήπια κλίση μέσα από ελαιοπερίβολα προς τη θάλασσα του Αιγαίου.
Στα 600 μέτρα από τη χαράδρα, σε μια χαρακτηριστική στροφή του δρόμου που εναλλάσσεται με τσιμεντόδρομο, ξεπροβάλλει ένα μοναχικό πεύκο, από την άκρη του οποίου εξαπολύω το βλέμμα σαρώνοντας το σύμπαν.
Από εκεί και κάτω ξεφυτρώνουν αρκετές μοναχικές κατοικίες. Μια πόρτα ανοιχτή έχει αποκλείσει το πέρασμα προς τη θάλασσα.
Ωστόσο από ένα σημείο και μετά το μονοπάτι που μοιάζει με ράφι σε πέτρινη κι απόκρημνη βιβλιοθήκη, ξαναπαίρνει το χρώμα του που θα το διατηρήσει έως τη θάλασσα.
Απ’ το παράθυρο της τελευταίας αριάς σμαραγδίζει το πέλαγο, ενώ τα θαλασσόβραχα μοιάζουν με καύκαλα χελώνας.
Η πορεία μου τελειώνει σε ένα καταπληκτικό ασβεστολιθικό βάθρο, που μου προσφέρει απλόχερη την εικόνα μαρμάρινου θρόνου.
Β’
Ένας όρμος με βράχια σαν καύκαλα χελώνας
Μέρες και μέρες, στεκόμουνα πάνω σ’ αυτόν τον παράκτιο θρόνο της Πρόπαν, για να αποδελτιώσω τον σφυγμό και τη ζωή του άνεμου… Tην ομοβροντία, θέλω να πω και τη χλαπαταγή που κατέβαινε απ’ τον βορρά μανιασμένη.
Σ’ αυτήν εδώ την άκρη έβρισκα ένα σωρό κουσούρια… Και τι κουσούρια! Θες ανώμαλα βράχια, θες ακάθεκτα κύματα, θες απότομα γκρέμια, θες πλακουτσωτές κροκάλες, θες ακόμη κι ένα σουρωτό φαράγγι. Όλα τα άγρια στοιχειά, εδώ μαζωμένα…
Μια ατέλειωτη βραχοπλημμύρα, πλακώδης και απόκρημνη που καταλήγει σε μια συστάδα χαμηλών βράχων που φέρνουν σε καύκαλα νεροχελώνας…
Άργησα πάντως να ανακαλύψω αυτόν τον ακραίο «παράδεισο»! Αλλά ποτέ δεν είν’ αργά. Ίσως γιατί ο παράδεισος έρχεται μετά από αλλεπάλληλα καθαρτήρια. Απ’ τα οποία, αν δεν περάσεις, παράδεισο δε βλέπεις.
Άλλωστε χωρίς αυτά δεν έχει νόημα κι ουσία ο παράδεισος…
Ο παράδεισος λοιπόν αυτός, στον οποίο διατηρώ μια θέση ορθίου μετά θρόνου – με τη συνδρομή όλων των φυσικών στοιχείων είναι ο όρμος του Προπαντός. Ας τον αποδομήσουμε σιγά – σιγά…
Ένας ορμίσκος είναι όλος κι όλος, με χοντρές βοτσαλωτές κροκάλες, βράχια μέσα – έξω, απότομα κρημνά, θάλασσα – φουρτουνιασμένη ορχήστρα.
Αλλά τι είναι αυτό που τον αφιλόξενο τούτο όρμο τον κάνει διαβολικά ελκυστικό;
Δεν είναι ασφαλώς παραλία κοσμική, ούτε αμμουδιά γυαλιστερών σωμάτων, μα ούτε και σμαραγδένια λεκάνη απορροής του ουράνιου οινοπνεύματος. Είναι αντίθετα ενδιαίτημα και καταφύγιο ερημικών ψυχών.
*
Βγαίνοντας σε κείνη την πλακοστρωμένη ακτή παρατηρώ σωρούς από λείες, πανέμορφες και στρογγυλεμένες πλάκες που, δεν μπορεί, θα τις είχε επινοήσει, σχεδιάσει και μελετήσει κάποιος Μιχαήλ Άγγελος.
Εδώ λοιπόν βρίσκεται ο ναός του Προ-παντός όρμου…
Γ’
Η αλόγιστη κραιπάλη των φυσικών στοιχείων
Όμως τι άλλο έχει αυτή η ακτή; Για όσους βουτάνε έχει ύφαλους, σκόπελους και ξέρες. Έχει και ασβεστόλιθους θρόνους, θριγκούς από μάρμαρο, υποθαλάσσιους ύβους, πάγκους, ποσειδωνίες, και τι δεν έχει;
Βαθιά μέσα στον κόρφο του όρμου φωλιάζει ένα τοσοδούλι φαραγγάκι, ενώ δίπλα του αναβλύζει χειμώνα – καλοκαίρι ένα λαγαριστό νερό, χώρια που ξεκορμίζει από ψηλά κι ένας πλούσιος θησαυρός φυτών αμαρυλλίδων που κατρακυλάνε απ’ το θυσανωτό βουνό. Αναμαλλιασμένη θάλασσα λοιπόν, ένα αθέατο φαραγγούλι κι ένας πέτρινος νερόκρινος με το δυνατό σιφόνι του κρέμετ’ απ’ τον ιστό επίγειου καταρτιού.
Ολόγυρα πολλές θαλασσινές λεκάνες. Αμέτρητες βραχοσυστάδες, μέσα – έξω, κι ένα απαρέμφατο γλυπτό κεφάλι ψαριού σκαλισμένο πάνω στην επιφάνεια του απόκρημνου σκέλους. Είναι κεφάλι μέδουσας, θαλασσινής λάμιας ή γλώσσας πλακουτσωτής που ταιριάζει με του βράχου τον άσβεστο λίθο;
Γύρω μου ξεκορμίζουν σφηνωτές πλατανόριζες, λαδανιές, κάπαρες, κρίταμα, σμέουρα και μύρτα. Ενδημική σαλάτα εποχής.
Γι’ αυτό και αλόγιστη κραιπάλη των ειδών. Μα και των φυσικών στοιχείων. Που διώχνουν τους ξαπλωτήδες, καθώς οι τελευταίοι έχουν το μυαλό τους στη ραστώνη της ξανθής αμμουδιάς και στον παφλασμό του ευεργέτη πόντου. Στον κόσμο δηλονότι του τεχνητού παραδείσου…
Γιατί εδώ ο παράδεισος, η ακραία γη της πέτρινης και φυτικής Χαναάν, δεν συνιστά το «απλώς υπάρχειν». Εξυφαίνει, με αδράχτι το κύμα και στημόνι την πέτρα, το «ουσία υπάρχειν». Γιατί η γης αυτή αμβλύνει όλες τις οξύτητες. Συνοψίζει το ακέραιο. Εξοστρακίζει το νόθο. Φιλτράρει τους χυμούς της ατέρμονης φύσης κι ορθοτομεί τον έντιμο λόγο. Πυροδοτεί εντέλει και κλιμακώνει τον άνεμο στοχασμό και το υποδόριο κύμα. Επαληθεύει, μ’ άλλα λόγια, το αυθεντικό…
Και να μες στις ρωγμές της πέτρας οι ρίζες των βοτάνων, οι κορνίζες των βράχων, οι αρπαχτές του ανέμου, οι κέλαδοι του γρέγου.
Εδώ κατεβαίνουν οι επενδυτές της τόλμης, μετρώντας ένα ένα τα ενενήντα πέντε σκαλοπάτια, τα πέντε πλατύσκαλα, το πέτρινο στασίδι, τη σκοτεινή σχισμή του φάραγγα, την πέτρα την τραχιά, την πλατύποδη και την κροκάλα που τροχαλίζει.
Ωστόσο όλο κι αυξαίνουν οι τολμηροί που κατηφορίζουν. Όλο δυναμώνει ο επιθαλάσσιος οίστρος. Όλο και διασπά τον ύφαλο και την ξέρα ο ορυμαγδός και η βοή. Όλο και πληθαίνουν οι σκαπανείς των υποχθόνιων κοιτασμάτων ξεφυλλίζοντας το πάσο για την αθανασία.
Διαβαίνουνε τις πλάκες χορεύοντας πυρρίχιο, μ’ ένα εμβατήριο ιαχής κι ένα θούριο αλαλαγμού.
Δ’
Ο θρόνος της Πρόπαν
Είμαι καθισμένος στον περίβλεπτο φυσικό θρόνο μου. Δυο-τρεις οργιές πάνω από τον πλακόστρωτο γιαλό. Λίγα φυσικά σκαλοπάτια με ανεβάζουν έως εδώ, για να με εξοπλίσει η κατεργάρα φύση με οπτικούς νευρώνες και πανούργες διόπτρες, ώστε να παρακολουθώ αφ’ υψηλού την εξέλιξη του άγριου πολέμου με κιάλια κι αισθητήρες παγκόσμιου βεληνεκούς.
*
Σας μίλησα για τον παράδεισο και την αλόγιστη κραιπάλη των φυσικών στοιχείων που τον συνιστούν. Ίσως έπρεπε να πω των απλών κι απέριττων πραγμάτων. Γιατί μόνο απλά μπορεί να είναι τα φυσικά στοιχεία που φιλοτέχνησε ο Δημιουργός, αφού ουρανοκατέβατα ήρθαν και θρονιάστηκαν πάνω σε τούτη τη γωνιά. Κ έτσι γεννήθηκαν οι απόκρημνες αισθήσεις και βγήκαν από τα σπλάχνα της γης οι περιώνυμες πλάκες Πρόπαν από καλούπι γαιόπετρας, χρωματιστής και λουλουδιασμένης.
Ρίχνω το βλέμμα μου καταπάνω στο σώμα αυτών των ακανόνιστων βράχων. Και να οι φυτείες της θάλασσας, οι ξέρες, οι πάγκοι κι οι τραγάνες. Να πιο κει, στην άκρη της πλάκας τα μυτερά κιονόβραχα της Λαμπινούς που μοιάζουν πετροκάραβο.
Εδώ δε βλέπεις παρά τον παράδεισο της αληθινής Φύσης.
Ο πέτρινος πύργος της Πρόπαν το επαληθεύει. Και με το δώμα της και τον ημιώροφο, αλλά και με το θεμέλιο όρμο της…
Κεντρική φωτό: Το υπέροχο γλυπτό των βράχων στην άκρη της ακτής