Μέρες του Νοέμβρη και εκτός από τις ελιές, που φέτος δεν είναι πολλές, στη Μαγνησία συγκομίζονται τούτη την εποχή και τα ακτινίδια, από τα τελευταία φρούτα του έτους, μαζί με τα εσπεριδοειδή. Το ακτινίδιο είναι φρούτο υψηλής διατροφικής αξίας με μεγάλα ποσοστά περιεκτικότητας σε βιταμίνη C, ενώ αποτελεί σύμμαχο όσων καταναλωτών ταλαιπωρούνται από συγκεκριμένα γαστρεντερικά προβλήματα. Τα ακτινίδια αποτελούν μία από τις καλλιέργειες, στις οποίες η χώρα μας παρουσιάζει αξιοπρόσεκτη δυναμική σε παγκόσμιο επίπεδο. Η Μαγνησία, παρότι δεν ανήκει στους Νομούς που διακρίνονται για τις υψηλές ποσότητές τους, καταγράφει συμμετοχή στην πανελλαδική παραγωγή, με ένα μεγάλο μέρος της συνολικής της ποσότητας να βρίσκεται στο Πήλιο, κυρίως στη Δημοτική Ενότητα Ζαγοράς, αλλά και ένα μέρος στην περιοχή του Αλμυρού.
Τα ακτινίδια που καλλιεργούνται στην περιοχή της Ζαγοράς, τοποθετούνται σε χαμηλό υψόμετρο, ενώ διοχετεύονται στις αγορές μέσω του Αγροτικού Συνεταιρισμού Ζαγοράς Πηλίου, ευρύτερα γνωστού από το εμπορικό σήμα ZAGORIN. Ο αιωνόβιος Συνεταιρισμός, με περίπου 800 μέλη, διακινεί κοντά στους 70 – 80 τόνους ακτινίδια κάθε χρόνο, τα οποία κατατάσσονται στα κυρίως δευτερεύοντα προϊόντα του, μαζί με κάστανα, αχλάδια, κεράσια και συμπληρώνουν την γκάμα του, η οποία απαρτίζεται κυρίως από τα κόκκινα μήλα, αλλά και από άλλες ποικιλίες μήλων.
Σύμφωνα με το ιστορικό αρχείο του Συνεταιρισμού, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 ο Συνεταιρισμός διοχέτευε ακτινίδια παραγωγών της Ζαγοράς στα πρατήριά του στις κεντρικές λαχαναγορές της χώρας, ενώ το 1991 αναζητεί προσφορές για κατασκευή ειδικών ψυκτικών θαλάμων, που απαιτούνται για τα ακτινίδια, στις εγκαταστάσεις του. Το 1992 τα ακτινίδια εντάσσονται στο καθεστώς προϊόντων κοινής εμπορίας από τον Συνεταιρισμό, που σημαίνει ότι το σύνολο της παραγωγής διακινούνται για την ίδια την Οργάνωση και αφαιρούμενων των εξόδων διακίνησης, οι παραγωγοί λαμβάνουν κοινή τιμή εκκαθάρισης. Το 1996 είχαν ήδη γίνει εξαγωγές ακτινιδίων στην Κύπρο, ενώ δύο χρόνια αργότερα καταγράφονται εξαγωγές ακτινιδίων σε ένα εύρος χωρών, όπως Ισραήλ, Αλβανία, Πορτογαλία, Ιταλία, Βουλγαρία και Ολλανδία παράλληλα με την Κύπρο και την ποσότητα που διοχετεύονταν εντός Ελλάδος. Το 1999, η διοίκηση, ενόψει επένδυσης σε καινούριο μηχανολογικό εξοπλισμό διαλογής, αναζητεί από τους προμηθευτές τεχνολογικά εξαρτήματα που θα καλύπτουν και τη διαλογή ακτινιδίων. Την ίδια χρονιά αποφασίζεται η τοποθέτηση της χαρακτηριστικής οβάλ αυτοκόλλητης ετικέτας με το εμπορικό σήμα ZAGORIN σε κάθε μονάδα προϊόντος και για τα ακτινίδια, πρακτική που ήδη ακολουθούνταν για τα μήλα από το 1996. Το 2007 τα ακτινίδια μαζί με τα μήλα, τα αχλάδια, τα κεράσια, τα κάστανα και τις ελιές της περιοχής εντάσσονται από τον Συνεταιρισμό, σε καθεστώς Ολοκληρωμένης Διαχείρισης Παραγωγής, σύμφωνα με το πρότυπο AGRO2. Το 2015 η διοίκηση του Συνεταιρισμού λαμβάνει την απόφαση τα ακτινίδια να συμπεριληφθούν ως προϊόν του Συνεταιρισμού στη διεθνώς αναγνωρισμένη πιστοποίηση GLOBALG.A.P. Το 2018 ακτινίδια εξήχθησαν από τον Συνεταιρισμό και στον Λίβανο. Όπως αναφέρουν γνώστες της αγοράς, το ακτινίδιο της Ζαγοράς διακρίνεται για την εξαιρετική γεύση του, ενώ ένας έξυπνος ταχύτερης ωρίμανσης των ακτινιδίων στη φρουτιέρα του σπιτιού είναι να τοποθετούνται μαζί με μήλα.
Ο Νίκος Ντόβας, 39 ετών, είναι από το 2019 υποδιευθυντής στον Αγροτικό Συνεταιρισμό Ζαγοράς Πηλίου, ενώ εργάζεται στην επιχείρηση από το 2010. Παράλληλα, όπως άλλωστε οι περισσότεροι Ζαγοριανοί, ασχολείται και με την καλλιέργεια της γης κατά συνέπεια είναι και ο ίδιος μέλος του Συνεταιρισμού. Μαζί με την οικογένειά του ταυτόχρονα με τα μήλα, παράγουν και μια σημαντική ποσότητα ακτινιδίων. Ο Νίκος εκτός από την καλλιέργεια των ακτινιδίων γνωρίζει πολύ καλά και την ιστορία της στον τόπο, από «πρώτο χέρι».
«Ο πατέρας μου ήταν ένας από τους πρώτους που έφεραν ακτινίδια στη Ζαγορά», αναφέρει για να προσθέσει: «Το 1977 είχε ήδη ξεκινήσει την καλλιέργεια των ακτινιδίων. Τα μπόλια (μοσχεύματα) των ακτινιδίων εισάγονταν τότε στην Ελλάδα από τη Γαλλία και ως δοκιμαστικό προϊόν, ανήκαν σε διάφορες ποικιλίες. Ο πατέρας μου άκουσε στο ραδιόφωνο για το ζήτημα και αποφάσισε να διερευνήσει το θέμα, έχοντας πάντα κατά νου ότι είναι απαραίτητη και μια εναλλακτική καλλιέργεια, παράλληλη με τα μήλα, ώστε να διασφαλιστεί κατά το δυνατόν ένα επίπεδο ετήσιου εισοδήματος, αποφεύγοντας την ολική ζημιά σε περίπτωση καταστροφών σε μία καλλιέργεια. Ξεκίνησε φυτεύοντας λίγα ακτινίδια και σταδιακά επέκτεινε την καλλιέργεια, καταλήγοντας παράλληλα και στην κατάλληλη ποικιλία που ταίριαζε με το μικροκλίμα της περιοχής και συναρτώταν με τις απαιτήσεις της αγοράς».
Τη δεκαετία του 1980 αρκετοί παραγωγοί της Ζαγοράς είχαν ακολουθήσει το παράδειγμα και είχαν τοποθετήσει ακτινίδια στην περιοχή.
«Παρότι τα ακτινίδια έχουν λιγότερες καλλιεργητικές διεργασίες στο χωράφι συγκριτικά με τα μήλα, απαιτούν συστηματική εργασία, κυρίως στο κλάδεμα, άκρως απαραίτητο για την ανάπτυξή τους», αναφέρει ο κ. Ντόβας, ο οποίος συνεχίζει με αγάπη και μεράκι την οικογενειακή παράδοση, έχοντας εμπιστοσύνη στις προοπτικές της καλλιέργειας. Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος που παρά τις απαιτητικές αρμοδιότητές του στον Αγροτικό Συνεταιρισμό Ζαγοράς, εργάζεται στον χρόνο που του απομένει και στα χωράφια.
Αυτές τις μέρες, κάθε απόγευμα, ανάλογα και με τις καιρικές συνθήκες μαζεύει ακτινίδια μαζί με τον πατέρα του, ο οποίος με δυναμική συνεχίζει να ασχολείται με την επιτυχημένη πλέον έμπνευση των νεανικών του χρόνων.
Σύμφωνα με πηγές, το ακτινίδιο διαδόθηκε στον υπόλοιπο κόσμο από την Κίνα, τον 19ο αιώνα. Στην Ελλάδα, παρότι οι πρώτες πειραματικές καλλιέργειες ακτινιδίου έγιναν μόλις το 1973 στη Θεσσαλία και στη Μακεδονία, από τότε η χώρα μας έχει αναδειχθεί σε μία από τις πιο σημαντικές δυνάμεις στην παραγωγή του προϊόντος.
Η σύγχρονη παγκόσμια κατάταξη των χωρών με βάση την παραγωγή τους σε ακτινίδια, σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία από τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO) (Πηγή: https://agravia.gr/8-korifaies-xores-kaliergias-aktinidion-ston-kosmo/, 03.09.2020) έχει ως εξής: Κίνα – ετήσια παραγωγή: 2.011.000 τόνους, Ιταλία – ετήσια παραγωγή: 551.700 τόνους, Νέα Ζηλανδία – ετήσια παραγωγή: 412.520 τόνους, Ιράν – ετήσια παραγωγή: 270.400 τόνους, Ελλάδα – ετήσια παραγωγή: 234.000 τόνους, Χηλή – ετήσια παραγωγή: 229.000 τόνους, Τουρκία – ετήσια παραγωγή: 59.040 τόνους, Γαλλία – ετήσια παραγωγή: 53.800 τόνους.
Άννα Μαρία Καρακανά