Το στολισμένο καραβάκι είναι ένα αμιγώς ελληνικό έθιμο. Μέχρι και τη δεκαετία του 1950 περίπου, κατά τη διάρκεια των χριστουγεννιάτικων γιορτών, σε πολλές περιοχές στολιζόταν τα σπίτια, αλλά και οι πλατείες, κατά κόρον. Τα τελευταία χρόνια, πολλοί δήμοι και συλλογικότητες επανέφεραν το έθιμο, στολίζοντας στις πλατείες καράβια μαζί με χριστουγεννιάτικα δέντρα. Παράλληλα σε αρκετές περιοχές της χώρας, την 6η του Δεκέμβρη, στολίζονται καράβια προς τιμή του Αγίου Νικολάου, προστάτη των ναυτικών, ο οποίος ούτως ή άλλως είναι ο πρόδρομος του δυτικού Σάντα Κλάους. Το καράβι συμβολίζει την καινούργια πλεύση του ανθρώπου στη ζωή, μετά τη γέννηση του Χριστού, ίσως και την καινούρια πλεύση στις απαιτήσεις του νέου έτους που έρχεται.
Σύμφωνα με την ευρύτερη παράδοση, το καράβι στολιζόταν επειδή οι Έλληνες είχαν ανέκαθεν δεσμούς με τη θάλασσα, ήδη από τα αρχαία χρόνια. Επίσης, πολλοί ενήλικες και παιδιά εργάζονταν στα πλοία για να φέρουν χρήματα και ψωμί στις οικογένειές τους, ακόμη και τις αργίες. Το καραβάκι συμβόλιζε, όχι μόνο την προσμονή των παιδιών για αντάμωση με τους συγγενείς τους, αλλά και τη δική τους αγάπη για τη θάλασσα. Παράλληλα, μικρά καραβάκια είχαν τον ρόλο και ενός τιμητικού καλωσορίσματος για τους Έλληνες θαλασσοπόρους που επέστρεφαν στα σπίτια και τις οικογένειές τους, καθώς και τάματος για να είναι ασφαλείς στα άγρια κύματα.
Συχνά τα παιδιά που πήγαιναν να πουν τα κάλαντα κρατούσαν μια μινιατούρα – στολισμένο καράβι. Στολισμένο με χρωματιστά χαρτιά και σχοινιά, γέμιζε από γλυκά και χριστόψωμα από τους γείτονες. Αν και το έθιμο αυτό έχει ατονήσει, κρατάει ακόμα στα νησιά, από όπου και προέρχεται. Η παράδοση αυτή ωστόσο δεν παραμένει ζωντανή μόνο στα νησιά. Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι διατηρείται μέχρι σήμερα στα χωριά του Πηλίου και ειδικά στη Ζαγορά, ενώ αφορά στο βράδυ της παραμονής Πρωτοχρονιάς. Η παρακαταθήκη αυτή είναι ίσως ένα από τα «σημάδια» της ιστορικής σχέσης των προηγούμενων γενεών του χωριού με τη ναυτιλία.
Η μεγάλη ναυτοσύνη του τόπου μας συναντάται αρχικά στον γνωστό μύθο της Αργούς. Επίσης στα νεότερα χρόνια, είναι γνωστό, ότι τα περίφημα Ζαγοριανά Καράβια τον 19ο αιώνα, μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα αρμένιζαν το Αιγαίο, τη Μαύρη Θάλασσα και όλη τη Μεσόγειο γενικότερα. Ο όρος Ζαγοριανά περιλαμβάνει όλο τον εμπορικό στόλο του Πηλίου, την πρωτοκαθεδρία του οποίου είχε αυτός της Ζαγοράς. Επιπλέον, είναι γνωστό, ότι η νέα πόλη του Βόλου, ιδρύθηκε τον 19ο αιώνα από Πηλιορείτες εμπόρους που αποζητούσαν ένα ασφαλές από τις καιρικές συνθήκες λιμάνι, για να δένουν τα εμπορικά πλοία τους, καθώς το Καμάρι, το Χορευτό, ο Άη Γιάννης και άλλες παραλίες του Πηλίου, πλήττονταν τον χειμώνα από την κακοκαιρία.
Αυτό που ίσως δεν είναι τόσο γνωστό είναι ότι η μεταφορά των προϊόντων του Πηλίου διά θαλάσσης διατηρήθηκε στη Ζαγορά μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1950. Τα μήλα, τα κάστανα, οι πατάτες, τα φουντούκια, διακινούνταν σε όλη τη χώρα με αφετηρία την παραλία του Χορευτού, επίνειο για το μεγάλο κεφαλοχώρι του Πηλίου. Από το πλούσιο αρχείο του Αγροτικού Συνεταιρισμού Ζαγοράς Πηλίου, ευρύτερα γνωστού από τα μήλα με το εμπορικό σήμα «ZAGORIN» σταχυολογούνται σημαντικά στοιχεία που επιβεβαιώνουν ότι η Ζαγορά, όπως και τα γύρω χωριά, παρότι ορεινά, είχαν και διατηρούν ακόμα και σήμερα μια σχέση «νησιωτική» με τη θάλασσα. Άλλωστε μέχρι σήμερα μια ομάδα κατοίκων του χωριού που είναι επαγγελματίες αλιείς, ελλιμενίζουν τα καΐκια τους στο αλιευτικό καταφύγιο του Χορευτού, ενώ παράλληλα είναι εκατοντάδες οι ερασιτέχνες ψαράδες που διαθέτουν σκάφη. Τα τελευταία χρόνια υπάρχουν και κάτοικοι που είναι επαγγελματίες του τουρισμού και χρησιμοποιούν πλεούμενα για να προσφέρουν υπηρεσίες σχετικά κοντινών αποδράσεων για παρέες τουριστών, σε απόκρημνες παραλίες του Πηλίου. Προφανώς μόνο τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι η τοπική αυτοδιοίκηση επενδύει στο σκέλος αυτό, ανακατασκευάζοντας αυτή την περίοδο το λιμάνι του Χορευτού με σύγχρονο σχεδιασμό ώστε να είναι ασφαλέστερο και προσβάσιμο και από μεγαλύτερα πλεούμενα.
Σύμφωνα λοιπόν με σφραγίδα σε έγγραφο του Συνεταιρισμού από το έτος 1925, η έδρα της Οργάνωσης ήταν το Χορευτό, ενώ διατηρούσε υποκατάστημα, στο κεντρικότερο λιμάνι της χώρας, τον Πειραιά, εφόσον όλο το εμπόριο γινόταν διά θαλάσσης. Μάλιστα είναι εντυπωσιακό ότι η σφραγίδα είναι σε ελληνικά και γαλλικά, που αποτελεί μία από τις νεότερες διεθνείς γλώσσες του εμπορίου. Από απόφαση γενικής συνέλευσης του 1935 καταγράφεται λογιστική πρόβλεψη αντασφάλισης των προϊόντων για θαλάσσια ατυχήματα. Το 1936 τα μέλη αποφασίζουν ομόφωνα ότι πρέπει ο Συνεταιρισμός να αποκτήσει ιδιόκτητο μεταφορικό μέσο. Ωστόσο ταλαντεύονται μεταξύ βενζινόπλοιου ή πετρελαιοκίνητου πλεούμενου και αυτοκινήτου, καθώς πολύ λίγα χρόνια πριν δημιουργήθηκε αμαξιτή οδός Ζαγοράς – Βόλου. Το 1937 ο Συνεταιρισμός αποκτά την πρώτη ιδιόκτητη κτιριακή εγκατάσταση και πρόκειται για μεγάλες αποθήκες συγκέντρωσης προϊόντων, ακριβώς πάνω στην παραλία, που διατηρούνται μέχρι σήμερα ως καταστήματα εστίασης και θερινό υποκατάστημα του συνεταιριστικού «Super Market Ζαγοράς». Τα καταστήματα εστίασης μισθώνονται σε ιδιώτες επαγγελματίες της περιοχής από τον Συνεταιρισμό. Το 1938, συνεργαζόταν με εμπορικούς αντιπροσώπους στα κεντρικά λιμάνια του Αιγαίου, όπως Χίο ή Μυτιλήνη. Το 1944 ο Συνεταιρισμός της Ζαγοράς συνεργάζεται με τον Συνεταιρισμό της Σκιάθου με σκοπό την ανταλλαγή προϊόντων για την επιβίωση των μελών τους. Οι πατάτες της Ζαγοράς θα ανταλλάσσονταν με ελαιόλαδο από τη Σκιάθο. Σημείο φόρτωσης το Χορευτό και σημείο ανταλλαγής το λιμάνι της Σκιάθου. Το 1951 ο Συνεταιρισμός ενοικιάζει αποθήκη και στο λιμάνι του Αγίου Ιωάννη του Πηλίου, για αποθήκευση γεωργικών εφοδίων τα οποία εμπορευόταν στην ευρύτερη περιοχή του σημερινού Δήμου Ζαγοράς – Μουρεσίου και στις περισσότερες περιπτώσεις αποστέλλονταν με βάρκες από την κεντρική αποθήκη Χορευτού. Από το 1950 μέχρι και το 1954, υπάρχουν συνεχείς καταγραφές για εμπόριο μήλων, πατάτας, φουντουκιών, κάστανων, αλλά και βρώσιμων ελαιών με κύρια λιμάνια Πόρτο Ράφτη, Καβάλα παράλληλα με Πειραιά, Θεσσαλονίκη, όπως επίσης Ρόδο και Χίο. Βάσει δεδομένων στο αρχείο του Συνεταιρισμού, το 1954 ήταν και το τελευταίο έτος που η Οργάνωση διακίνησε προϊόντα διά θαλάσσης από το Χορευτό.
Η παράδοση λοιπόν της ναυτοσύνης είναι έντονη, ενώ μέχρι και σήμερα διατηρείται αυτή η ιστορική σχέση με τη θάλασσα.
Έτσι λοιπόν συναντούμε το στολισμένο καραβάκι στα χέρια των σύγχρονων Ζαγοριανών, την τελευταία νύχτα του έτους. Πιο συγκεκριμένα, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, στη Ζαγορά, και στα γύρω χωριά, τραγουδούνται κάλαντα δύο φορές την ίδια μέρα. Το πρωί τα παιδιά κυκλοφορούν με τριγωνάκια τραγουδώντας «Αρχιμηνιά και Αρχιχρονιά». Το βραδάκι με το που πέσει η τελευταία νύχτα του έτους, τραγουδούνται τα κάλαντα από παρέες με πιο πολλά μέλη μεγαλύτερων συνήθως ηλικιακά παιδιών, συνήθως εφήβων ή από τάξεις του Λυκείου, αλλά και από ενήλικες. Η παράδοση αυτή χάνεται στο πέρασμα του χρόνου. Τα σύγχρονα χρόνια συνήθως έχει και συλλογική χροιά, αφού μέλη συλλόγων πολιτιστικού ενδιαφέροντος ή και οι μαθητές βγαίνουν να τραγουδήσουν τα βραδινά κάλαντα για να ενισχύσουν κάποιο κοινό σκοπό της συλλογικότητας. Σε πολλές περιπτώσεις είναι ακόμα πιο εντυπωσιακή η μουσική ένδυση, καθώς οι ομάδες έχουν και μέλη που παίζουν τη μελωδία με κάποιο μουσικό όργανο ή κρατούν τον ρυθμό με κρουστά. Απαραίτητο στοιχείο είναι πάντα το καράβι, που βρίσκεται στην κεφαλή της ομάδας. Πολλές φορές πρόκειται για ιδιότυπη χειροποίητη κατασκευή που θυμίζει πλεούμενο, μια χειροτεχνία δηλαδή, που συνήθως ξεχωρίζει από τα κατάρτια ή από το σχήμα. Σε αρκετές περιπτώσεις πρόκειται για κατασκευές που εντυπωσιάζουν με τη λεπτομέρεια κατασκευής τους, καθώς πρόκειται για γνήσιες μινιατούρες σκαριών με όλα τα στοιχεία που έχει ένα πραγματικό καράβι.
Τα καράβια αυτά που τα κρατάει συνήθως ένα άτομο ή και δύο αν είναι πιο μεγάλα από την παρέα έχουν στολιστεί με γιρλάντες και χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια που τροφοδοτούνται με ενέργεια από μπαταρία πλακέ που τοποθετείται σε κάποιο σημείο από το σκαρί, κάποιες φορές κρυφό. Μερικές φορές αποτελούν και το «κουτί» της παρέας που θα τοποθετηθούν τα φιλέματα. Σε άλλες περιπτώσεις το φίλεμα τοποθετείται σε ξεχωριστό κουτί που κρατά άλλο μέλος της παρέας. Στα βραδινά κάλαντα είθισται μάλιστα να είναι και υψηλότερης αξίας, συγκριτικά με τα πρωινά. Τις προηγούμενες δεκαετίες τα φιλέματα στους ενήλικες ήταν αρκετές φορές μεζέδες και κρασί. Συνήθως τα κάλαντα αυτά τραγουδούνται λιγότερο σε σπίτια και περισσότερο στα μαγαζιά, ιδίως εκεί που οι ντόπιοι και οι επισκέπτες είναι μαζεμένοι για την τελευταία έξοδό τους, οπότε γύρω στις εννιά με δέκα το βράδυ επιστρέφουν στα σπίτια για να υποδεχτούν το νέο έτος. Το τραγούδι για τα βραδινά κάλαντα είναι το γνωστό «Πάει ο παλιός ο χρόνος».
Πηγή που χρησιμοποιήθηκε:
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CF%84%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%83%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%BF_%CE%BA%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%B2%CE%AC%CE%BA%CE%B9.