Ούτε ένα ούτε δύο, αλλά δεκάδες ή ακόμα και εκατοντάδες ήταν τα παιχνίδια που έπαιζαν τα παιδιά σε ολόκληρο το Πήλιο την περίοδο της Τουρκοκρατίας, αλλά και μετέπειτα, αφού ορισμένα εξ αυτών κατάφεραν να μείνουν στις προτιμήσεις μέχρι και τη δεκαετία του 1940-1950. Οι κατηγορίες αμέτρητες, με δύο βασικές τα ατομικά και τα ομαδικά, τα δυαδικά, τα πολεμικά κ.ά. που βοηθούσαν να περνάνε ευχάριστα την ώρα τους αγόρια (κατά κύριο λόγο) και κορίτσια (λιγότερο).
Ο αείμνηστος συγγραφέας και λαογράφος Γιώργος Θωμάς παραθέτει αναλυτικά στοιχεία για το πώς το παιχνίδι εντασσόταν στην καθημερινότητα των ανηλίκων. Δυστυχώς δεν είναι δυνατή η θεώρησή τους στα παλιότερα χρόνια, ούτε φυσικά και ο προσδιορισμός εντοπιότητάς τους, γιατί μας λείπουν οι πηγές, και τίποτα δεν έχει γραφτεί μέχρι τώρα γύρω απ’ το θέμα των παιδικών παιχνιδιών στο Πήλιο.
Από αφηγήσεις πάντως Πηλιορειτών – γεννημένων από τα 1867 και πέρα – που πρόφτασα στη ζωή, βγάζουμε το συμπέρασμα ότι τα περισσότερα απ’ τα παιχνίδια που κρατήθηκαν έως τα 1945-1950, έπαιζαν και τα παιδιά των τελευταίων τουλάχιστον δεκαετιών της Τουρκοκρατίας.
Έχοντας λοιπόν υπόψη αυτά, μπορούμε να κατατάξουμε σε τρεις κατηγορίες αυτά τα παιχνίδια των παιδιών της Τουρκοκρατίας: Τα ατομικά, τα δυαδικά και τα ομαδικά, είτε των αγοριών είτε των κοριτσιών. Γιατί τα αγόρια έπαιζαν πάντα χωριστά απ’ τα κορίτσια τουλάχιστο από τα πεντέξι τους χρόνια.
Στα ατομικά υπάγονταν: 1) Τα μουσικά παιχνιδίσματα, όπως οι διάφορες σφυρίχτρες από καλάμι ή από κορμό καλαμποκιάς ή από διάφορα φύλλα κ.λπ. 2) Τα παιχνίδια αθύρματα, που γίνονταν με διάφορους συνδυασμούς, όπως είναι ένα κουμπί περασμένο μέσα σε δυο τεντωμένες κλωστές για να γυρίζει γύρω γύρω, τα μικρά καροτσάκια που γίνονταν με διάφορα ξυλάκια κ.λπ. 3) Τα παιχνίδια με ζώα (τζιτζίκια, χρυσόμυγες, χελώνες κ.λπ.). 4) Τα παιχνίδια με φούσκες ζώων και σαπουνάδες. 5) Τα πολεμικά παιχνίδια, όπως οι σφεντόνες, τα πλαστήρια (για να πιάνουν πουλιά), οι θηλιές για τα τσιχλοκότσυφα και τις μπεκάτσες τον χειμώνα, τα δοξάρια πάνω στις συκιές για τα συκοφάγα πουλιά το καλοκαίρι κ.ά. 6) Τα πειραχτικά παιχνίδια, με τα οποία ενοχλούσαν ή ξεγελούσαν άλλους. 7) Τα φαναράκια (φάκλες τα έλεγαν στην Τσαγκαράδα) για τη νύχτα της Ανάστασης. 8) Τα μιμητικά, με τα οποία μιμούνταν ζώα, φωνές ζώων, πτηνών κ.λπ. και 9) τα κινητικά του σώματος παιχνίδια, σαν το σχοινάκι των κοριτσιών και το τόπι (καμωμένο με ράκη «μπαλωμένα τόπα» την έλεγαν στα χωριά του νότιου Πηλίου).
Στα δυαδικά περιλαμβάνονταν: Τα αμοιβαία, όπως τα «παλαμάκια» (δυο παιδιά αντικρυστά να χτυπούν με έναν ρυθμό τις παλάμες τους), ο «βουβός» (δυο παιδιά στέκονται αντιμέτωπα, προσπαθώντας να κάνει το ένα τ’ άλλο να μιλήσει), ο «αγέλαστος» (πάλι αντιμέτωπα τα παιδιά, αλλά το ένα πάσχιζε να καταφέρει το άλλο να γελάσει, για να «χάσει» το παιχνίδι), τα διάφορα νηματοπαίχνια, οι τραμπάλες, τα πετροπαίχνιδα, τα «καραβάκια» κ.ά.
Ομαδικά παιχνίδια
Τα ομαδικά, τέλος, παιχνίδια ήταν πλουσιότερα, θορυβωδέστερα και πιο ελκυστικά στον κόσμο των παιδιών, αφού μ’ αυτά ικανοποιούνταν και η έμφυτη τάση για αναστροφή και περιπέτεια. Κορίτσια (λιγότερο) και αγόρια (περισσότερο) ρίχνονταν στη χαρά των ομαδικών παιχνιδιών και πλουτιζόταν με ζωή και αισιοδοξία η ατμόσφαιρα των χωριών.
Σ’ αυτά λοιπόν υπάγονταν: 1) Τα παιχνίδια της εναλλαγής, όπως το μαντίλι, η τυφλόμυγα, το «γύρω – γύρω όλοι» και το «δαχτυλίδι», όλα των κοριτσιών. 2) Τα κοινωνικά ή «μεγαλίστικα» παιχνίδια. Εδώ μπαίνουν όλα όσα παίζουν αγόρια και κορίτσια, μιμούμενα εργασίες των μεγάλων, δηλαδή κατασκευές σπιτιών, φούρνων, μαγαζιών, καλυβών, μαντριών και μύλων, κούκλες καμωμένες με ράκη (για τα κορίτσια) κ.λπ. 3) Τα παιχνίδια – αθλήματα, όπως το σήκωμα διάφορων βαρών, το ρίξιμο και το κύλισμα λίθων, το πάλεμα, τα πηδήματα, τα άλματα κ.λπ. 4) Τα διαλογικά παιχνίδια, όπως η γνωστή κολοκυθιά κ.ά. 5) Τα παιχνίδια – χτυπήματα, όπως το γνωστό σε μας «τζιζ», που παιζόταν επίσης κι από μεγαλύτερα παιδιά, ο «βεζύρ’ – βασιλιάς» με αστραγάλους κ.ά. 6) Τα δεξιοτεχνικά παιχνίδια, όπως ο τριώτης και η εννιάρα. 7) Τα ελεγκτικά όπως το «πετάει – πετάει». 8) Τα εστιακά λεγόμενα ή κυνηγήματα από αφετηρία, όπως το κυνηγητό, το κρυφτό κ.ά. 9) Τα αντιμετωπικά, όπως τα σκλαβάκια, το «ζιμ-ζιμ», το «περνάει – περνάει η μέλισσα», οι «κλέφτες και στρατιώτες», το «ψάξτε να μας βρείτε» αγοριών και κοριτσιών, το «ένα λεπτό κρεμμύδι» των κοριτσιών κ.λπ. 10) Τα παιχνίδια με ξύλα, όπως η τσιλίκα. 11) Τα πηδήματα – καβάλες, στα οποία περιλαμβάνεται και το θορυβώδες παιχνίδι «πρώτος είν’ ι Λιάς». 12) Τα κερδοσκοπικά παιχνίδια, όπως οι βώλοι (με στρογγυλεμένες πέτρες), το «ήλιος και βροχή» (σαν το «κορόνα – γράμματα», με τη διαφορά ότι έριχναν μικρό πλακίδιο σαλιασμένο στο ένα μέρος, για να δηλώνει τη βροχή) και ο «φίτσιος». Το παιχνίδι αυτό εντόπισα καλύτερα στο Προμίρι και παιζόταν από πολύ παλιά, τουλάχιστο από τα 1815, στην αρχή με μικρά κομματάκια λαμαρίνας που έκοβαν τα ίδια τα παιδιά ή και οι μεγαλύτεροι στο σχήμα των νομισμάτων κι αργότερα με «γροσάκια» (υποδιαιρέσεις του γροσιού). Την αλλαγή αυτή την εγκαινίασαν τα παιδιά των Χατζαίων, που πλούτισαν από θησαυρό που ανακάλυψαν στην περιοχή του χωριού, σύμφωνα με μια σωστή παράδοση που μου τόνιζαν δυο Χατζαίοι του Προμιριού, γεννημένοι γύρω στα 1870. Από τότε οι Χατζαίοι της Τουρκοκρατίας πήραν το προσωνύμιο «Φιτσαίοι» (από το «φίτσιο» που έπαιζαν με νομίσματα παιδιά τους) και μέχρι σήμερα έτσι αποκαλούνται στο Προμίρι.
Περιγραφές δυο παιχνιδιών. (Ενδεικτικά περιγράφω τρία παιχνίδια, ένα δυαδικό και δύο ομαδικά).
Α. Δυαδικό (αγοριών και κοριτσιών, αλλά χωριστά το κάθε φύλο): «Τούρκος ή Ρωμιός». Την άνοιξη ένα παιδί κόβει το μπουμπούκι μιας παπαρούνας (πριν δηλαδή ανοίξει τα πέταλά της) και προτείνοντάς το στον σύντροφό του, ρωτάει: «Τούρκος ή Ρωμιός;». Ο τελευταίος είναι υποχρεωμένος να απαντήσει με το ένα εθνικό όνομα. «Τούρκος» ας πούμε. Τότε το παιδί που ρωτάει, σκίζει το μπουμπούκι, κι αν τα μαζεμένα πέταλα είναι κόκκινα, λέει: «Του πέτ’χις», δηλαδή κέρδισες το παιχνίδι. «Το ’χασις» = το έχασες. Το αντίθετο συμβαίνει όταν απαντήσει «Ρωμιός». Πάντως άμα χάσει το παιδί, τον λόγο παίρνει το άλλο κι αυτό υποβάλει την ερώτηση. Στο τέλος θεωρείται νικητής αυτό που κέρδισε τις πιο πολλές νίκες. Δεν παίρνει όμως κανένα υλικό κέρδος. Του φτάνει απλά η ηθική ικανοποίηση.
Β. Ομαδικά: α) «Κλέφτες και στρατιώτες» ή «κλέφτες και χωροφύλακες» (μόνο από αγόρια). Τα παιδιά χωρίζονται σε δυο ομάδες, απ’ τις οποίες η μία παριστάνει τους κλέφτες και η άλλη τους στρατιώτες ή τους χωροφύλακες. Όλοι, κι από τις δυο πλευρές, είναι εφοδιασμένοι με καλαμένια όπλα. Τα παιδιά της μιας ομάδας τρέχουν να κρυφτούν σε κάποια ρεματιά του χωριού ή σε κήπους ή και έξω από το χωριό στα γύρω ρουμάνια.
Ύστερα από δέκα πάνω κάτω λεπτά, οι «στρατιώτες» παίρνουν την κατεύθυνση των «κλεφτών», σκορπίζονται και ψάχνουν να ανακαλύψουν τους δήθεν αντιπάλους τους. φυσικά κάποτε θα πέσουν απάνω σε λίγους ή σε πολλούς ή και σε όλη την ομάδα. Όταν έρθουν, τώρα, σε οπτική επαφή, τρέχει ο ένας απάνω στον άλλο, και με τα καλαμένια όπλα πιάνονται σε ψευτοπόλεμο, σκούζοντας και φωνάζοντας και λέγοντας, όποιος προφτάσει, στον άλλο «μπαμ, σ’ έφαγα» ή «μπαμ, πέσε κάτω», ενώ συγχρόνως πατούν τη σκανδάλη του καλαμένιου όπλου, για να κροτήσει. Κάποιες φορές πιάνονται και στα χέρια, ποιος θα εξουδετερώσει τον άλλο. Στην ψευτοσύγκρουση τούτη παίρνουν όλοι μέρος, και χαλάει ο κόσμος. Αφού κάποτε τελειώσουν την ψευτομάχη, επιστρέφουν όλοι μαζί στη βάση τους με νικητήρια ομάδα τους «στρατιώτες», αν οι τελευταίοι αποκαλύψουν τους «κλέφτες». Αν δεν το πετύχουν, νικητές θεωρούνται οι «κλέφτες».
β) Ο πετροπόλεμος (μόνο από αγόρια). Από τα παλαιότερα παιχνίδια όχι μόνο των παιδιών, αλλά και των εφήβων ο πετροπόλεμος, έκανε θραύση κάθε άνοιξη και καλοκαίρι κυρίως μεταξύ δυο μαχαλάδων του χωριού ή δυο γειτονικών. Γινόταν πάντα σε ανοιχτό μέρος, τις πιο πολλές φορές στα σύνορα των μαχαλάδων με τις πέτρες κι όχι με σφεντόνες και χαλούσε ο κόσμος. Η Προμυριώτισσα Ευθυμία Φιλικούτσου (1877-1979, διηγείται:
«Μ’ δεν είταν μια φουρά, δεν είταν δυο απ’ τρώουνταν τ’ αγόρια αναμιταξύ τ’ς μι τ’ς πέτρις κι έσπαζανι τα κιφάλια τ’ς, κι μυαλό δεν έβιναν. Τ’ν άλλ’ μέρα πάλι μι τ’ς πέτρις στ’ς γειτουνιές, ξ’ πόλ’τα ούλα να ζ’νίζ’νι (ζουζουνίζουν) τα βράχια, ώρις ουλόκληρις, γιατί τρώουντανι; Είχανε τίπουτις να μοιράσ’νι;
Αμ’ μι τ’ς Λαυκιώτις; Τι κακό είτανι πάλ’ ικείνου: Πάηνανι κι απάν’ στου «Σταυρό» κι πιτρουβολιόντανι μι τ’ς Λαυκιώτις κι τ’ς έλιγαν «καρούμπις» (καρούμπες δηλαδή), κι οι Λαυκιώτις κουρόιδιυαν τ’ς Μπρουμιριώτις «κατσιούλια», κι είχανι μια μανία ούλα μ’κρά – μιγάλα. Πιτρουβουλιόντανι, πιδί’μ, χουρίς λόγου κι ιτία (=αιτία). Τώρα ιμέριψανι, δε βλέπ’ς τέτοια πράματα…».
Ο κανονισμός του παιχνιδιού. Κάθε ομαδικό παιχνίδι είναι μια οργανωμένη δραστηριότητα της παιδικής ηλικίας, υποταχτική σε νόμους και κανόνες. Η πιστή εφαρμογή τους φέρνει και την καλή εξέλιξή του με αίσιο τέλος. Ένα τέλος που πανηγυρίζεται έντονα απ’ τους νικητές, για να ακολουθήσει, τις περισσότερες φορές, κάποια αμοιβή (όχι υλική), που πάντοτε καθορίζεται από πρώτα κι είναι κοινής αποδοχής.
Στη διάρκεια του παιχνιδιού και στο Πήλιο, προκύπτουν, τόσες φορές, διαφορές. Τότε σταματούν το παιχνίδι και φωνασκούν, χειρονομώντας, κι από τις δυο πλευρές όλα μαζί τα παιδιά, και κάποτε μπορεί να έρθουν στα χέρια ενώ προσπαθεί να προβάλει η μια στην άλλη το δικό της δίκαιο. Σε τέτοιες περιπτώσεις προσφεύγουν στη… διαιτησία των μεγάλων που παρακολουθούν το παιχνίδι, για να δώσουν λύση στις διαφορές τους. Δίνουν τη λύση, που γίνεται πάντοτε σχεδόν αποδεχτή κι από τα δυο στρατόπεδα, έστω και με διαμαρτυρίες από το ένα, όταν νομίσει πως αδικήθηκε, για να συνεχιστεί κανονικά, αλλά με μεγαλύτερο φανατισμό, το παιχνίδι.