Το «επίκεντρο» των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής είναι το Πήλιο σύμφωνα με τις έρευνες και τις πανεπιστημιακές μελέτες. Στη Θεσσαλία, θεωρητικά οι πιο τρωτές περιοχές μπορούν να θεωρηθούν οι Σποράδες και όλες οι περιοχές που βρίσκονται κατά μήκος της ακτογραμμής της και ιδιαίτερα το μεγάλο αστικό κέντρο του Βόλου. Σύμφωνα με τα δεδομένα από τα σενάρια της κλιματικής αλλαγής που αναφέρονται στην άνοδο της στάθμης της θάλασσας από την Επιτροπή Μελέτης Επιπτώσεων Κλιματικής Αλλαγής παρατηρείται πως σημαντικό κομμάτι των υποδομών μεταφορών βρίσκεται σε κίνδυνο. Σύμφωνα με παλαιότερες ζημιές που έχουν επέλθει στην Περιφέρεια και συγκεκριμένα στην Περιφερειακή Ενότητα Μαγνησίας μπορούν να προβλεφθούν αντίστοιχες καταστάσεις, όπως είναι η διακοπή οδικού δικτύου λόγω κατολισθήσεων και καθιζήσεων και ζημιές σε έργα απορροής όμβριων.
«Οδικό χάρτη» για την πρόληψη και αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής καταρτίζει η Περιφέρεια Θεσσαλίας. Με τη δημιουργία του Περιφερειακού Σχεδίου, θα καθοριστούν επακριβώς οι γεωγραφικές ενότητες και οι τομείς προτεραιότητας, καθώς και τα μέτρα που θα πρέπει να παρθούν με την ταυτόχρονη εξειδίκευσή τους, ώστε να προσαρμοστεί η Περιφέρεια στις αναμενόμενες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
Η τελευταία μελέτη έγινε από το τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας στο πλαίσιο Διπλωματικής Εργασίας Regional Plan of Thessaly for Adaptation to Climate Change, από την Αγγελική Πολίτη.
Το υδατικό διαμέρισμα της Θεσσαλίας περιλαμβάνει δύο κύριες υδρολογικές λεκάνες αυτή του Πηνειού και αυτή των ρεμάτων Αλμυρού – Πηλίου και η συνολική τους έκταση είναι 13.377 km2. Οι κυριότερες λίμνες είναι η τεχνητή λίμνη Σμοκόβου, η τεχνητή λίμνη Αργυροπουλίου και η τεχνητή λίμνη Κάρλας.
Στη λεκάνη απορροής του Αλμυρού – Πηλίου του υδατικού διαμερίσματος Θεσσαλίας, δεν υπάρχουν μεγάλοι ποταμοί, αλλά ένα σύνολο ρεμάτων που καταλήγουν επί το πλείστον στον Παγασητικό κόλπο. Τα λιμναία Υδάτινα Σώματα που συναντώνται στη Θεσσαλία είναι τρία και αυτά είναι ο ταμιευτήρας Κάρλας, ο ταμιευτήρας Σμοκόβου, καθώς και ο ταμιευτήρας Αργυροπουλίου.
Απειλή για τη βιοποικιλότητα και τα φυσικά οικοσυστήματα αποτελούν η βαθμιαία αστικοποίηση μαζί με τις συνοδευτικές υποδομές, η εντατική γεωργία (αλόγιστη χρήση λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων), η ανάπτυξη των τουριστικών υποδομών, το οδικό δίκτυο, η σκόπιμη ή τυχαία θανάτωση ζώων και οι δραστηριότητες αναψυχής. Ο πληθυσμός και η δημόσια υγεία επηρεάζονται από τη μείωση των παραγωγικών δραστηριοτήτων, όπως οι κατασκευές και η μεταποίηση, την αποθάρρυνση της επιχειρηματικότητας λόγω συνθηκών αβεβαιότητας σε συνδυασμό με την καταγεγραμμένη αύξηση της ανεργίας και τα φαινόμενα φτώχειας και κοινωνικής περιθωριοποίησης. Σημαντικό επίσης στην Περιφέρεια είναι και το φαινόμενο της ερημοποίησης, όπως και τα φαινόμενα κατολισθήσεων, αλλά και καθιζήσεων του εδάφους. Επίσης απειλή αποτελεί η εμφάνιση πυρκαγιών και από την κλιματική αλλαγή που καταστρέφουν το έδαφος και τα περιουσιακά στοιχεία. Η υπερβολική άντληση των υπόγειων υδάτων και η υπερβολική εκμετάλλευση των επιφανειακών υδάτων έχουν δημιουργήσει ελλειμματικό υδατικό ισοζύγιο το οποίο σε συνδυασμό με τη ρύπανση των υδάτων από ανθρωπογενείς δραστηριότητες προκαλεί καταστροφικές επιπτώσεις στα αποθέματα νερού. Τέλος, σύμφωνα με τη μελέτη, σημαντικό ρόλο παίζει και το ότι η Περιφέρεια δεν συμμορφώνεται πλήρως με τις ευρωπαϊκές πολιτικές που αφορούν στην επεξεργασία υγρών λυμάτων και την ολοκληρωμένη διαχείριση των στερεών αποβλήτων. Πιο ειδικά, η ΣΜΠΕ Επικαιροποίησης του ΠΕΣΔΑ Θεσσαλίας, αναφέρει πως οι κυριότερες πηγές ρύπανσης για την Περιφέρεια είναι οι γεωργικές, κτηνοτροφικές και βιομηχανικές δραστηριότητες. Πιο συγκεκριμένα αναλύει πως η ρύπανση από τις γεωργικές δραστηριότητες εμφανίζεται με τη μορφή θρεπτικών, αζώτου και φωσφόρου και συντηρητικών ρύπων από φυτοφάρμακα. Για την κτηνοτροφία ως πηγή ρύπανσης αναφέρονται τα απόβλητα των σταβλισμένων εγκαταστάσεων, αλλά και της ελεύθερης βοσκής. Οι βιομηχανικές εγκαταστάσεις ρυπαίνουν τόσο τα ύδατα, όσο και το έδαφος μέσα από την παραγωγή υγρών αποβλήτων, αλλά και τη διάθεσή τους στην ατμόσφαιρα μέσω των εκπομπών αερίων.
Κινδυνεύει ο Παγασητικός
Η άνοδος της στάθμης της θάλασσας εκτιμάται ότι θα συνεχιστεί με ταχύτερους ρυθμούς από τους σημερινούς, διαφοροποιώντας τη χωροκατανομή των υπαρχουσών χρήσεων γης στις παράκτιες περιοχές. Οι τρείς κύριοι τρόποι με τους οποίους η άνοδος της θαλάσσιας στάθμης θα επηρεάσει τις ακτές είναι η πλημμύρα, η διάβρωση και η παρείσδυση αλμυρού ύδατος. Οι επιπτώσεις της ανόδου της στάθμης της θάλασσας καθορίζονται από τη συνολική επιφάνεια των παράκτιων περιοχών που επιβαρύνονται με αποτέλεσμα να πλήττονται παραλίες με τουριστική χρήση, κατοικίες, δίκτυα και καλλιεργούμενες εκτάσεις. Αποτελέσματα αυτών των επιπτώσεων θα εκδηλωθούν σε όλους τους τομείς, καθώς θα επηρεαστούν αρνητικά ο τουρισμός, ο πρωτογενής κλάδος παραγωγής με συνέπεια να μειωθεί και ο δευτερογενής, καθώς υπάρχει εξάρτηση μεταξύ τους, το περιβάλλον, καθώς και οι ζωές των ανθρώπων που διαμένουν σε αυτές τις περιοχές. Μέσα στους παράκτιους υγροτόπους που αναμένεται να πληγούν περισσότερο περιλαμβάνεται και ο κόλπος του Παγασητικού.
Συγκεκριμένα οι παράκτιοι Δήμοι που είναι μέσης τρωτότητας είναι ο Δ. Αγιάς, ο Δ. Βόλου και ο Δ. Αλμυρού. Μεγάλη επίδραση από το φαινόμενο αυτό θα δεχτούν και τα νησιά, καθώς οι ακτές καταλαμβάνουν μεγάλη έκταση. Η τρωτότητα μιας περιοχής καθορίζεται από τη μορφολογία και το υψόμετρο της ακτής, καθώς και από τη σύσταση των πετρωμάτων.
Το Πήλιο
Όσον αφορά στο φαινόμενο των κατολισθήσεων, φαίνεται πως στη Θεσσαλία οι μεγαλύτερες συγκεντρώσεις κατολισθήσεων πραγματοποιούνται περιμετρικά της Πίνδου, καθώς και στο ανατολικό τμήμα του Πηλίου όπου έχουν παρατηρηθεί και συχνές καθιζήσεις δρόμων.
Εκτιμάται πως οι πλημμύρες θα αυξηθούν στην περιοχή της Καρδίτσας και στην υδρολογική λεκάνη Λάρισας-Τρικάλων, όπου στο παρελθόν έχουν παρατηρηθεί ορισμένα σημαντικά πλημμυρικά συμβάντα.
Στην Περιφέρεια Θεσσαλίας εκτιμάται πως μέχρι το 2049 θα υπάρξει μία από τις μεγαλύτερες ποσοστιαίες αυξήσεις στην πιθανότητα υπέρβασης του ορίου βροχοπτώσεων, σε σχέση με την υπόλοιπη χώρα. Πιο συγκεκριμένα, στην Περιφερειακή Ενότητα Μαγνησίας, κυρίως λόγω αστικοποίησης των περιοχών, στα ρέματα: Της περιοχής Αλμυρού (περιοχές Αλμυρού – Αµαλιάπολης – Ευξεινούπολη, Σούρπη) της περιοχής Ξηριά του Βόλου (περιοχές Πολεοδομικού Συγκροτήματος Βόλου, Αγριάς, Πήλιο), τοπικά προβλήματα σε ρέματα του Πηλίου (Πορταριά, Μακρινίτσα), της περιοχής της Κάρλας.
Αύξηση της θερμοκρασίας
Ορισμένες αλλαγές που αναμένονται και αφορούν στη Θεσσαλία είναι η σημαντική αύξηση της θερμοκρασίας και των θερμών ημερών, η μείωση των βροχοπτώσεων κατά 30% και 10% τους θερινούς και τους χειμερινούς μήνες αντίστοιχα, η μείωση του δείκτη ξηρασίας στις περιοχές της Δυτικής Θεσσαλίας και τέλος, σημαντική μείωση της υγρασίας. Σε συνδυασμό όλες οι παραπάνω κλιματικές αλλαγές, διαμορφώνουν τις περιοχές άνυδρες ή ημιάνυδρες με αποτέλεσμα να αναμένεται μείωση της γεωργικής παραγωγής γεωγραφικά, αλλά και σε καλλιέργειες που απαιτούν μεγάλη ποσότητα νερού. Συγκεκριμένα, όσον αφορά στο βαμβάκι και σύμφωνα με σενάριο που έχει υλοποιηθεί από την Επιτροπή Μελέτης Επιπτώσεων της Κλιματικής Αλλαγής (ΕΜΕΚΑ), κάποιες κλιματικές ζώνες της Ελλάδας, στις οποίες ανήκει και η περιοχή της Θεσσαλίας, θα υποστούν μείωση του εισοδήματος τη δεκαετία 2041-2050. Η μεγαλύτερη μείωση παρατηρείται στην κλιματική ζώνη της Κεντρικής και Ανατολικής Ελλάδας. Τη δεκαετία 2091-2100 στην Κεντρική και Ανατολική Ελλάδα θα παρουσιαστεί βελτίωση. Όσον αφορά στο σκληρό και μαλακό σιτάρι, σύμφωνα με το ίδιο σενάριο που έχει υλοποιήσει η ΕΜΕΚΑ, παρατηρείται πως θα υπάρξει σημαντική μείωση του γεωργικού εισοδήματος για την περίοδο 2041-2050. Αντίθετα, την περίοδο 2091-2100, θα υπάρξει αύξηση σε όλη την επικράτεια της χώρας.
Πλήγμα στο νερό
Παρατηρείται πως τη μεγαλύτερη ζημία την έχουν οι παραγωγικοί τομείς της γεωργίας και του τουρισμού. Όσον αφορά στην τρωτότητα φαίνεται πως οι περισσότεροι παραγωγικοί τομείς αναμένεται να επηρεαστούν αρνητικά από την κλιματική αλλαγή. Μεγαλύτερη τρωτότητα φαίνεται πως θα έχει η ύδρευση.
Καταστροφές
Από οικονομικής απόψεως τη μεγαλύτερη ζημία την έχουν οι παραγωγικοί τομείς της γεωργίας και του τουρισμού. Για τη γεωργία ευθύνονται οι μεταβολές της θερμοκρασίας και των βροχοπτώσεων. Ο τουρισμός από τη μεριά του αναμένεται να πληγεί σε αρκετές πλευρές του όπως για παράδειγμα τα χιονοδρομικά κέντρα. Όσον αφορά στην τρωτότητα, όπως φαίνεται οι περισσότεροι παραγωγικοί τομείς αναμένεται να επηρεαστούν αρνητικά από την κλιματική αλλαγή, αλλά τη μεγαλύτερη τρωτότητα φαίνεται πως θα έχει η ύδρευση. Βλέποντας πως οι επιπτώσεις που αναμένονται θα επηρεάσουν πολλούς τομείς, καθώς και παραγωγικές δραστηριότητες χρήσιμο είναι να οριστούν μέτρα και δράσεις, ώστε να γίνει η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή.