Μια δύσκολη τέχνη, όπως είναι η παραγωγή ξυλοκάρβουνου στα δάση του Πηλίου, αργοσβήνει τα τελευταία χρόνια. Οι καρβουνιάρηδες από την άνοιξη μέχρι τις αρχές του φθινοπώρου, έστηναν τα καμίνια τους και κατασκεύαζαν κάρβουνα. Αν και το επάγγελμα ήταν εποχιακό, εντούτοις απασχολούσε πολλές οικογένειες από χωριά, όπως το Πουρί. Ο κ. Θεοχάρης Καραρρήγας, 80 χρόνων σήμερα, μίλησε για την τέχνη της ανθρακοποιίας, την οποία έμαθε παιδί από τον πατέρα του και την άσκησε για μισό αιώνα περίπου. Στις μέρες μας το παραδοσιακό επάγγελμα του καρβουνιάρη μοιάζει πως χάθηκε στο Πουρί, αφού την τελευταία 10ετία περίπου τα καμίνια έπαψαν να ανάβουν στο βουνό των Κενταύρων.
Σημαντικές πληροφορίες για τη διαδικασία της μετατροπής του ξύλου σε άνθρακα στα δάση του Πηλίου διέσωσε ο Νίκος Διαμαντάκος, στο βιβλίο που έγραψε το 1997 και είχε τίτλο «Το Πουρί, το πολύδροσο χωριό του Πηλίου». Χάρη στον συνταξιούχο δάσκαλο από τη Ζαγορά, ο οποίος έχει ερευνήσει επιστάμενα την ιστορία του τόπου του, καταγράφηκε με λεπτομέρειες η ζωή των καρβουνιάρηδων στο Πουρί. Ξεφυλλίζοντας τις σελίδες του συγκεκριμένου βιβλίου, το βλέμμα του αναγνώστη πέφτει πάνω στη φωτογραφία του κ. Θεοχάρη Καραρρήγα, ο οποίος πριν από δύο δεκαετίες ασκούσε ακόμη το επάγγελμα του ανθρακοποιού.
«Σταμάτησα το 1999. Ακριβώς πριν από 18 χρόνια, όταν πήρα τη σύνταξη», είπε ο ηλικιωμένος Πηλιορείτης, ο οποίος παρήγαγε ξυλοκάρβουνα επί μία πεντηκονταετία. «Από παιδί μπήκα στη δουλειά. Έμαθα στο πλευρό του πατέρα μου. Ήταν μία τέχνη που πήγαινε από γενιά σε γενιά εδώ στο Πουρί. Ο πατέρας μου, ο οποίος λεγόταν Κώστας Καραρρήγας, ήταν καρβουνιάρης κι εκείνος κι έφτιαχνε καμίνια. Αργότερα συνέχισα εγώ την τέχνη. Μεγάλωσα και πήγαινα μοναχός μου. Συνολικά δούλεψα κοντά στα 50 χρόνια. Από 12 μέχρι 62 ετών».
Το επάγγελμα του καρβουνιάρη είχε εποχιακό χαρακτήρα, με τον κ. Καραρρήγα να θυμάται: «Δουλεύαμε από τον Μάιο μέχρι τον Σεπτέμβριο, το αργότερο αρχές Οκτωβρίου, γιατί έπρεπε στη συνέχεια να ασχοληθούμε και με άλλες αγροτικές εργασίες, όπως ήταν η συγκομιδή των μήλων. Εκείνο το διάστημα, πάντως, βγαίναμε στο δάσος και φτιάχναμε τα καμίνια, από τα οποία παίρναμε μετά το κάρβουνο. Λείπαμε καιρό από το σπίτι. Μέναμε στο δάσος, όπου φτιάχναμε καλύβια και διανυκτερεύαμε σε πρόχειρα καταλύματα. Προσέχαμε τα καμίνια μέρα-νύχτα, όσο σιγόκαιγαν τα ξύλα που σωρεύαμε. Αν δεν στεκόσουν εκεί, μπορούσε να γίνει και ζημιά με τη φωτιά, ενώ φύλαγες και τα ξυλοκάρβουνα. Δεν ήταν απίθανο να στα κλέψει κάποιος. Γίνονταν και τέτοια πράγματα, μη νομίζετε».
Πολλές φορές ο καρβουνιάρης έπαιρνε μαζί του και την υπόλοιπη οικογένεια, ώστε να εξοικονομεί χρήματα από τα μεροκάματα που θα έδινε στην περίπτωση που προσλάμβανε βοηθό. Έτσι, για πολλά χρόνια ο συνταξιούχος σήμερα αγρότης από το Πουρί, είχε κοντά τη σύζυγό του, κ. Χρυσάνθη Καραρρήγα: «Τα καμίνια ήταν μια συμπληρωματική δουλειά για να ενισχύσουμε το εισόδημα της οικογένειας. Έτσι, πολλές φορές έπαιρνα μαζί μου την κυρά, αλλά και τα παιδιά. Η γυναίκα μου με βοήθησε κοντά στα 17-18 χρόνια. Πολλές φορές έβλεπες γυναίκες στα καμίνια. Δούλευαν κι εκείνες κι έτσι το ζευγάρι κρατούσε τον κόπο του και δεν πλήρωνε εργάτη».
Το στήσιμο του καμινιού για την παρασκευή του ξυλοκάρβουνου απαιτούσε μαστοριά και τέχνη, αλλά και πολύ κόπο, με τον Πουριανό αγρότη να σημειώνει: «Είχε δουλειά μπόλικη το πράμα, μην το συζητάς… Μόλις έφεγγε και μέχρι που σουρούπωνε, ήμασταν στο δάσος. Εμείς κόβαμε τα ξύλα, τα μαζεύαμε, φτιάχναμε μετά τα καμίνια και όταν τα κάρβουνα ήταν έτοιμα, τα συσκευάζαμε σε σακιά για να τα πάμε μετά στον έμπορο. Τα καμίνια έκαιγαν για μέρες, ανάλογα με τα ξύλα που βάζαμε. Συνήθως κόβαμε οξιές μέσα στην έκταση που μας παραχωρούσε το Δασαρχείο και αράδια, καθώς και μέλαγα, κουμαριές και βελανιδιές. Έτσι, με βάση το ξύλο που έκαιγε, τα καμίνια έμεναν 12 ή 15 μέρες, μέχρι 20 το πολύ. Κατά μέσο όρο η παραγωγή κυμαινόταν 15 έως 20 τόνους κάθε χρονιά. Έδινα τα κάρβουνα σ’ έναν έμπορο από την Αγριά. Έβγαινε το μεροκάματο. Όσα μπορούσες, τόσα έφτιαχνες».
Η εικόνα των καρβουνιάρηδων στο Πουρί έπαψε πια να υπάρχει, με τον κ. Θεοχάρη Καραρρήγα να λέει με παράπονο: «Παλιά στο χωριό κάναμε πολλοί αυτή τη δουλειά. Τώρα πια δεν έμεινε κανένας. Κι ούτε τριγύρω στήνονται καμίνια. Εκτός από το Πουρί, αρκετούς καρβουνιάρηδες είχε το Βένετο, ενώ και στο Σέσκλο πολλοί Βλάχοι κατασκεύαζαν ξυλοκάρβουνα. Τώρα σχεδόν κανείς δεν ασχολείται. Οι παλιοί μεγάλωσαν και οι πιο νέοι δεν φτιάχνουν… Στο Πουρί έχει κοντά στη δεκαετία να ανάψει καμίνι».
Όσο για τον σύγχρονο τρόπο κατασκευής ξυλάνθρακα; Η απομάκρυνση από τις παραδοσιακές μεθόδους έχει επίπτωση στην ποιότητα του προϊόντος, με τον 80χρονο ξωμάχο να επισημαίνει: «Σήμερα τα κάρβουνα δεν είναι τόσο καλά ποιοτικά, όπως την εποχή που τα φτιάχναμε ακολουθώντας τον παραδοσιακό τρόπο. Εμείς «δέναμε» τα ξύλα με κλαριά, καθώς τα στοιβάζαμε μέσα στον λάκκο και τα σκεπάζαμε με χώμα. Σήμερα τα σκεπάζουν με γλασίνα, όπως λέμε το βρεγμένο άχυρο. Γι’ αυτό και τα κάρβουνα δεν κρατάνε στη φωτιά. Τα δικά μας ήταν γερά, δεν έσπαζαν με τίποτα. Δεν τρίβονταν και κρατούσαν, έχοντας μεγαλύτερη απόδοση. Βέβαια το μυστικό στη δουλειά μας ήταν το πώς καίγαμε το ξύλο. Η φωτιά ήταν το κυριότερο που προσέχαμε».