Ένας οδηγός συλλαμβάνεται να οδηγεί υπό την επήρεια μέθης ανά τρεις ημέρες στη Μαγνησία, σύμφωνα με τα στοιχεία της Διεύθυνση Αστυνομίας για το πρώτο τετράμηνο του 2018. Η αύξηση των συλλήψεων μεθυσμένων οδηγών είναι δραματική και ξεπερνάει το 325%…
Υπερτριπλασιάστηκαν οι συλλήψεις μεθυσμένων οδηγών στη Μαγνησία το πρώτο τετράμηνο φέτος, γεγονός που δείχνει ότι αποτελεί πλέον κοινωνικό φαινόμενο, με συνέπειες στην οικονομία.
Τα ξημερώματα της περασμένης Πέμπτης συνελήφθησαν δύο οδηγοί 46 και 40 χρόνων να οδηγούν υπό την επήρεια μέθης, ενώ το ίδιο συνέβη και την περασμένη Δευτέρα με μια γυναίκα. Ακόμη και μεθυσμένος οδηγός ποδηλάτου συνελήφθη στις 23 Απριλίου…
Στις 5 Απριλίου συνελήφθη 42χρονος, καθώς μέθυσε, αφού τον είχαν «φεσώσει», όπως δήλωσε.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Διεύθυνσης Αστυνομίας Μαγνησίας το πρώτο τετράμηνο φέτος οι συλλήψεις μεθυσμένων οδηγών έφθασαν τις 40, έναντι 13 το αντίστοιχο περυσινό διάστημα, αύξηση 325%.
Παράλληλα με την αύξηση των συλλήψεων μεθυσμένων οδηγών είχαμε και αύξηση τροχονομικών παραβάσεων, αφού βεβαιώθηκαν 285 το πρώτο τετράμηνο φέτος, έναντι 249 το αντίστοιχο περυσινό στη Μαγνησία.
Πάντως κατά το πρώτο τετράμηνο φέτος μπορεί να αυξήθηκαν τα τροχαία ατυχήματα που σημειώθηκαν στη Μαγνησία κατά ένα, αλλά δεν υπήρξε θανατηφόρο. Πέρυσι είχαν σημειωθεί 9 τροχαία ατυχήματα, εκ των οποίων τα δύο θανατηφόρα, το ένα με σοβαρό τραυματισμό και τα έξι με ελαφρούς. Φέτος το πρώτο τετράμηνο σημειώθηκαν 10 τροχαία, τα δύο με σοβαρούς τραυματισμούς και τα 8 με ελαφρούς.
Πότε θεωρείται μεθυσμένος ο οδηγός
Ο ελεγχόμενος οδηγός θεωρείται ότι βρίσκεται υπό την επίδραση οινοπνεύματος, όταν το ποσοστό αυτού στον οργανισμό είναι από 0,50 γραμμάρια ανά λίτρο αίματος (0,50 g/l) και άνω, μετρούμενο με τη μέθοδο της αιμοληψίας ή από 0,25 χιλιοστά του γραμμαρίου ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα και άνω, όταν η μέτρηση γίνεται στον εκπνεόμενο αέρα με αντίστοιχη συσκευή αλκοολομέτρου.
Σε περίπτωση θανατηφόρου τροχαίου ατυχήματος ο έλεγχος για τη διαπίστωση ύπαρξης στον οργανισμό οινοπνεύματος, τοξικών ουσιών ή φαρμάκων, γίνεται υποχρεωτικά με αιμοληψία από τα θανόντα πρόσωπα, ως και από τους ζώντες, εκτός και αν για τους τελευταίους ειδικοί παθολογικοί λόγοι δεν το επιτρέπουν, οπότε στην περίπτωση αυτή η μέτρηση γίνεται, για μεν το οινόπνευμα στον εκπνεόμενο αέρα με τη συσκευή αλκοολομέτρου, για δε τις τοξικές ουσίες και φάρμακα με τη λήψη ούρων ή άλλο πρόσφορο μέσο. Για την ύπαρξη ή μη των προβαλλόμενων αυτών λόγων χρειάζεται ιατρική πιστοποίηση από δημόσιο νοσοκομείο.
Σε περίπτωση τροχαίου ατυχήματος με σωματικές βλάβες ο έλεγχος για τη διαπίστωση ύπαρξης στον οργανισμό οινοπνεύματος γίνεται είτε στον εκπνεόμενο αέρα με αντίστοιχη συσκευή αλκοολομέτρων είτε με αιμοληψία.
Στους τροχονομικούς ελέγχους στον δρόμο ή σε τροχαία ατυχήματα χωρίς σωματικές βλάβες, ο έλεγχος για τη διαπίστωση ύπαρξης στον οργανισμό οινοπνεύματος γίνεται στον εκπνεόμενο αέρα με αντίστοιχη συσκευή αλκοολομέτρου, για δε τη διαπίστωση ύπαρξης τοξικών ουσιών ή φαρμάκων γίνεται με τη χρησιμοποίηση κάθε κατάλληλου επιστημονικού μέσου. Η διαπίστωση του ποσοστού συγκέντρωσης οινοπνεύματος σε ατύχημα πεζού, διαπιστώνεται με τον ίδιο τρόπο.
Όποιος αρνείται να υποβληθεί σε έλεγχο για τη διαπίστωση ύπαρξης στον οργανισμό του οινοπνεύματος, είτε διά αιμοληψίας είτε με τη χρήση συσκευής αλκοολομέτρου, τεκμαίρεται ότι η συγκέντρωση οινοπνεύματος στο αίμα του είναι άνω του 1,10 g/l σύμφωνα με τη μέθοδο της αιμοληψίας. Επίσης όποιος αρνείται να υποβληθεί σε έλεγχο για τη διαπίστωση ύπαρξης τοξικών ουσιών ή φαρμάκων στον οργανισμό τεκμαίρεται ότι βρίσκεται υπό την επίδραση τοξικών ουσιών ή φαρμάκων που σύμφωνα με τις οδηγίες τους ενδέχεται να επηρεάζουν την ικανότητα οδήγησης.